Απειλούμενο είδος: Γκρίζος Λύκος

Απειλούμενο είδος: Γκρίζος Λύκος

Κανένα άλλο ζώο δεν έχει πλουτίσει τους μύθους και τις παραδόσεις των λαών όλου του κόσμου όπως ο λύκος. Σύμβολο δύναμης και ελευθερίας στοιχειώνει με την παρουσία του θρύλους και παραμύθια εδώ και χιλιάδες χρόνια.

Ο Γκρίζος Λύκος (Canis Lupus) αποτελεί τον μεγαλύτερο σε μέγεθος εκπρόσωπο της οικογένειας των κυνοειδών (Canidae) και χαρακτηρίζεται από υψηλή νοημοσύνη και ανεπτυγμένη κοινωνική οργάνωση. Ο πρώτος πρόγονος του λύκου εμφανίστηκε πριν από 54 εκ. χρόνια στη Β. Αμερική ενώ ο λύκος στη σημερινή του μορφή πριν από 1.5 εκ. χρόνια. Ο λύκος υπήρξε το θηλαστικό με τη μεγαλύτερη γεωγραφική εξάπλωση στον πλανήτη, καλύπτοντας σχεδόν όλο το βόρειο ημισφαίριο. Από τον 14ο αιώνα και ύστερα από συστηματικές προσπάθειες εξόντωσής του, εξαφανίστηκε από 14 χώρες της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης, ενώ στις χώρες που ζει, ο πληθυσμός του έχει μειωθεί δραματικά.

Ο πληθυσμός του λύκου αποτελείται από μικρές οικογενειακές ομάδες (αγέλες) οι οποίες διατηρούν μια αποκλειστική περιοχή – επικράτεια και οι οποίες δεν επικαλύπτονται παρά ελάχιστα μεταξύ τους. Το μέγεθος μιας αγέλης λύκου στην Ελλάδα αποτελείται από 3-4 άτομα κατά μέσο όρο, ενώ το εύρος ανά τον κόσμο είναι από 2 έως και 42 άτομα! Οι αγέλες αποτελούνται συνήθως από το αναπαραγωγικό ζευγάρι και τους απογόνους τους, της ίδιας χρονιάς ή και των προηγούμενων ετών. Το μέγεθος της αγέλης εξαρτάται από την ποιότητα, την ποσότητα, τη διαθεσιμότητα της τροφής και την κατανομή της στο χώρο, το μέγεθος του πιο συστηματικά θηρευόμενου είδους, την ανθρωπογενή θνησιμότητα και την πυκνότητα του πληθυσμού του λύκου στο σύνολό του.

Η ανάγκη για αναπαραγωγή και ο ανταγωνισμός μέσα στην αγέλη για τροφή οδηγεί σταδιακά όλους τους απογόνους ενός αναπαραγωγικού ζευγαριού μιας αγέλης στο να εγκαταλείψουν την περιοχή όπου γεννήθηκαν (διασπορά). Διασπορά ατόμων από την αγέλη συμβαίνει συνήθως μετά το πρώτο έτος της ηλικίας τους μερικές φορές αρκετά νωρίτερα (6 μηνών) ή και πολύ αργότερα. Κατά τη διασπορά, ένας λύκος μπορεί να διανύσει πολύ μεγάλες αποστάσεις (έως και 800 χλμ ) προς αναζήτηση κενής περιοχής για εγκαθίδρυση άλλης επικράτειας ή προς αναζήτηση διαθέσιμου συντρόφου ή άλλης αγέλης, ανάλογα με την ηλικία του. Ένα ποσοστό των λύκων που κάνουν διασπορά, δεν ενσωματώνονται σε κάποια αγέλη ή δε δημιουργούν δική τους, αλλά περιπλανώνται διακριτικά, μεταξύ των επικρατειών διαφόρων αγελών (μοναχικοί λύκοι) και συνήθως αντιπροσωπεύουν το 5-20% του συνολικού πληθυσμού του είδους σε μια περιοχή.

Ο λύκος είναι ένα από τα πιο προσαρμοστικά είδη μεγάλων θηλαστικών. Η προσαρμογή του σε ποικίλα περιβάλλοντα (από τις αρκτικές μέχρι τις ερημικές περιοχές) και κυρίως στον άνθρωπο και στις ποικίλες δραστηριότητές του, οφείλεται στην μεγάλη ευελιξία της συμπεριφοράς του. Δυο είναι οι σημαντικότεροι παράμετροι που καθορίζουν την επιτυχία επιβίωσης: Ο βαθμός ανοχής που δείχνουν οι ανθρώπινες κοινωνίες και ο ρυθμός με τον οποίο συντελούνται οι όποιες αλλαγές στο βιότοπο του είδους. Γρήγορες και εκτεταμένες στο χώρο αλλαγές, περιορίζουν την ικανότητα και την ταχύτητα προσαρμογής του είδους. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε γρήγορη πληθυσμιακή κατάρρευση, όπως συνέβη στις ΗΠΑ την περίοδο της αποικιοκρατίας, όπου οι αλλαγές στον βιότοπο του είδους ήταν τόσο δραματικές και γρήγορες (όπως η θεαματική μείωση των άγριων οπληφόρων σε συνδυασμό με το ανελέητο κυνήγι του είδους) που δεν έδωσαν την ευκαιρία στους λύκους να προσαρμοσθούν ανάλογα.

Ανά τον κόσμο, την πιο σημαντική τροφή για το λύκο αποτελούν τα μεσαίου και μεγάλου μεγέθους οπληφόρα – είτε άγρια, είτε κατοικίδια (κτηνοτροφικά) ζώα. Στην Ελλάδα οι πληθυσμοί των άγριων οπληφόρων, όπως το ζαρκάδι και ο αγριόχοιρος, βρίσκονται σε χαμηλές πυκνότητες στις περισσότερες περιοχές της κατανομής τους. Το ελάφι έχει ουσιαστικά εξαφανισθεί και το αγριόγιδο βρίσκεται σε εξαιρετικά χαμηλούς αριθμούς, σε σχέση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, που έχουν αποκαταστήσει με κατάλληλες διαχειριστικές τεχνικές τους πληθυσμούς τους. Ο λύκος μέχρι στιγμής στην Ελλάδα, βασίζεται τροφικά στα μικρά θηράματα (λαγούς, πουλιά κ.ά.), στα κτηνοτροφικά ζώα, στους σκουπιδότοπους, τρέφεται από πτώματα ζώων που προέρχονται από σφαγεία, εγκαταστάσεις με σταβλισμένα βοοειδή ή χοίρους και, όχι σπάνια, επιτίθενται σε κυνηγετικούς ή αδέσποτους σκύλους. Έτσι, είναι συνηθισμένες οι εμφανίσεις λύκων στα περίχωρα μεγάλων πόλεων στις παρυφές ή και μέσα σε χωριά, σε καλλιεργούμενες εκτάσεις και γενικά περιοχές όπου μπορούν να βρουν εύκολα τροφή.

Στην Ελλάδα, ο λύκος πριν το 1924 εξαπλωνόταν με μεγάλους πληθυσμούς σε όλες τις ηπειρωτικές περιοχές. Το 1924 ξεκίνησε η επικήρυξή του μαζί με άλλα “επιβλαβή” είδη, όπως η αλεπού, το τσακάλι και το κουνάβι. Μέχρι το 1981 η χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων που περιείχαν στρυχνίνη ήταν από τις πιο διαδεδομένες πρακτικές θανάτωσης. Αποτέλεσμα της επικήρυξης ήταν η οριστική εξαφάνιση του λύκου από τη Πελοπόννησο και τη Κρήτη ήδη από το 1940. Για αρκετές δεκαετίες οι κάτοικοι των αγροτικών κυρίως περιοχών, εξόντωναν τους λύκους με δόκανα και δολώματα και επιδεικνύοντας μέλη του ζώου εισέπρατταν αμοιβή από τα κατά τόπους δασαρχεία. Το 1993 απαγορεύτηκε η εξόντωσή του με την ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Κοινοτικής Οδηγίας 92/43 (για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας) και ο λύκος συμπεριλήφθηκε στη λίστα των απειλούμενων ειδών, που προστατεύονται.

Σήμερα, υπολογίζεται ότι ο αριθμός των λύκων κυμαίνεται από 500 με 700 άτομα που κατανέμονται σε δυο περιοχές, σε μικρές και απομονωμένες μεταξύ τους ομάδες, με εντονότερη παρουσία σε σημεία όπου υπάρχει νομαδική κτηνοτροφία ή όπου υφίστανται ακόμη μεγάλα ορεινά συγκροτήματα χωρίς έντονη ανθρώπινη παρουσία. Εμφανίζονται στη Κεντρική Μακεδονία και Θράκη, ανατολικά του ποταμού Αξιού, ο πληθυσμός αυτός επικοινωνεί με τις αγέλες λύκων της Βουλγαρίας και υπάρχουν πληθυσμοί στα Δυτικά του ποταμού Αξιού μέχρι το Νομό Φωκίδας.

Τα τελευταία χρόνια, έχει παρατηρηθεί ανάκαμψη του πληθυσμού προς τις νοτιότερες περιοχές της Στερεάς Ελλάδας (Φωκίδα, Αιτωλοακαρνανία και Ευρυτανία), από όπου είχε εξαφανιστεί για πολλά χρόνια. Η ανάκαμψη αυτή, οφείλεται στη μείωση της χρήσης δηλητηριασμένων δολωμάτων, στο νομικό καθεστώς προστασίας του καθώς και στην εγκατάλειψη ή μείωση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων σε κάποιες περιοχές.

Οι απειλές

• Η ανθρώπινη παρουσία ακόμα και στις πιο απομακρυσμένες και δυσπρόσιτες περιοχές, στέρησε από το λύκο τους φυσικούς του χώρους. Πολλά τεχνικά έργα, η διάνοιξη ανεξέλεγκτου δικτύου δασικών δρόμων και τα τουριστικά θέρετρα σε δασικές εκτάσεις δεν έλαβαν υπόψη τους και την παρουσία του λύκου.

• Η επέκταση των βοσκοτόπων εις βάρος των δασικών εκτάσεων, οδήγησε στην υποβάθμιση των βιοτόπων του λύκου και στη μείωση της φυσικής λείας του (ελάφι, ζαρκάδι, αγριογούρουνο). Το παράνομο κυνήγι και η λαθροθηρία εξαφάνισε σε κάποιες περιοχές τα θηράματα των λύκων και έτσι κάποιες αγέλες αναγκάζονται να αναζητήσουν τη τροφή τους σε σκουπιδότοπους και νεκρά ζώα που προέρχονται από σταυλισμένες εκτάσεις.

• Αν και η θήρα του λύκου δεν επιτρέπεται από το 1991, η ανθρωπογενής θνησιμότητα είναι ακόμη υψηλή. Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 25% του πληθυσμού χάνεται εξαιτίας του ανθρώπου ενώ σε μερικές περιοχές της κατανομής του είδους έχει καταγραφεί θνησιμότητα της τάξεως του 40% επί του συνόλου του τοπικού υποπληθυσμού του λύκου.
Από τις βασικότερες αιτίες ανθρωπογενούς θνησιμότητας λύκου είναι η θανάτωση με τη μέθοδο της παγάνας κατά τη διάρκεια θήρας αγριόχοιρου, η χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων και οι συγκρούσεις με διερχόμενα αυτοκίνητα. Η χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα αυτή τη στιγμή στην Ελληνική ύπαιθρο. Η χρήση τους είναι ανεξέλεγκτη και εκτός από είδη της άγριας πανίδας (σαρκοφάγα θηλαστικά και γύπες), που γίνονται θύματα της πρακτικής αυτής, ένας πολύ μεγάλος αριθμός από ποιμενικούς σκύλους θανατώνεται κάθε χρόνο καταστρέφοντας τις προσπάθειες αρκετών κτηνοτρόφων για τη λήψη προληπτικών μέτρων που μπορούν να περιορίσουν τις ζημιές στα κοπάδια τους από το λύκο.

• Παρατηρείται επίσης το φαινόμενο της παράνομης κατοχής λύκων από ιδιώτες, με τη δικαιολογία ότι χρειάζονται έναν “άγριο και δυνατό φύλακα”.

Ήξερες ότι…

• Η διάρκεια ζωής του μπορεί να φτάσει τα 13 χρόνια (συνήθως όμως ζει μέχρι τα 6-8 χρόνια ζωής), ενώ στην αιχμαλωσία μπορεί να φτάσει και τα 16 χρόνια ζωής. Το βάρος του ενήλικου ζώου φτάνει ως τα 60 κιλά και το μήκος του μέχρι το 1,5 μέτρο

• Ένα θηλυκό μπορεί να γεννήσει από 4 έως 6 κουτάβια, μετά από κύηση 63 ημερών. Τα μικρά γεννιούνται τυφλά και κουφά με βάρος μόλις 500 γραμμάρια και σε ηλικία 8 μηνών είναι πλέον έτοιμα να ακολουθήσουν την αγέλη για κυνήγι

• Αν και πολλά θηλυκά της αγέλης μπορούν να αποκτήσουν μικρά, μόνο μερικά αναπαράγονται. Συχνά, μόνο το κυρίαρχο ζεύγος (που παραμένει για όλη του τη ζωή μαζί) ζευγαρώνει, με σκοπό τη παραγωγή ισχυρών κουταβιών και τον περιορισμό του αριθμού τους που θα πρέπει να φροντίσει η αγέλη. Τα υπόλοιπα θηλυκά αναλαμβάνουν καθήκοντα “babysitter” για τα νέα μέλη της αγέλης

• Μπορεί να τρέξει με ταχύτητα έως 45 χλμ/ώρα για μικρές διαδρομές ενώ η μέση ταχύτητα του είναι στα 8χλμ/ώρα

• Μπορεί να διανύσει μέχρι και 13 χλμ κολυμπώντας, χάρη στις ειδικές μεμβράνες που έχει στις πατούσες (ανάμεσα στα δάχτυλα) που του επιτρέπουν να κινείται εύκολα μέσα στο νερό

• Το αλύχτισμα (ουρλιαχτό) του λύκου χρησιμοποιείται για πολλούς σκοπούς. Άλλοτε αποτελεί τρόπο επικοινωνίας για τα μέλη της αγέλης που έχουν διασπαστεί, για να ξεσηκώσει και να οργανώσει την αγέλη πριν το κυνήγι ή για να προειδοποιήσει άλλες αγέλες να εγκαταλείψουν την έκτασή τους. Το ουρλιαχτό μπορεί να ακουστεί από απόσταση έως και 10 χλμ

• Η ακοή του λύκου είναι μια από τις πιο δυνατές του αισθήσεις, αντιλαμβάνεται ήχους σε ευρύ φάσμα συχνοτήτων από 250 Hz ως 30.000 Hz. Οι λύκοι μπορούν να επικοινωνούν και να ακούν ο ένας τον άλλον ακόμη και όταν ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται απόλυτη σιωπή.

• Μπορεί να εντοπίσει το θήραμά του από απόσταση 3 χλμ. μόνο από τη μυρωδιά

• Οι λύκοι και τα κοράκια έχουν αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση. Τα κοράκια, συχνά ακολουθούν την αγέλη με την ελπίδα να τραφούν με τα απομεινάρια της λείας της και αντίστροφα, οι λύκοι έχουν μάθει να αναζητούν τα κοράκια ως πιθανή ένδειξη να βρουν τροφή

• Σε ακραίες συνθήκες, ένας λύκος, μπορεί να μείνει χωρίς τροφή έως και 12 ημέρες μέχρι να βρει το επόμενο θήραμά του

• Είναι ιδιαίτερα κοινωνικό ζώο και του αρέσει να παίζει (ακριβώς όπως τα σκυλιά) με τα άλλα μέλη της αγέλης του. Το παιχνίδι είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη, ενδυνάμωση και εκμάθηση των κουταβιών

• Η κατηγορία κινδύνου του στην Mεσόγειο είναι Τρωτή (VU) σύμφωνα με το Κόκκινο βιβλίο της IUCN

Πηγή: IUCN

Βρείτε μας στο facebook

Πρόσφατα Άρθρα

Δείτε ακόμα

Copyright © 2017- 2024 PawFinder.gr | All rights reserved | Όροι Χρήσης
error: Το περιεχόμενο προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα