Οι αφανείς ήρωες του 1940

Οι αφανείς ήρωες του 1940

Οι άνθρωποι και τα μόνοπλα ζώα (άλογα, μουλάρια, γαιδούρια), βάδιζαν πάντα παράλληλα στην ιστορία. Μαζί διέσχισαν αχανείς εκτάσεις και δύσβατα μονοπάτια, μαζί ανέβηκαν σε απρόσιτα υψώματα και βρήκαν τόπους να χτίσουν πολιτισμούς. Από την αρχαιότητα αποτελούσαν καθοριστικό παράγοντα για το στρατό και την έκβαση της μάχης και η πολεμική τους χρήση, όταν οδηγούσαν άρματα, ήταν δείγμα κοινωνικής υπεροχής. Το άλογο, σύντροφος και βοηθός του ανθρώπου σε ειρήνη και πόλεμο, ήταν τόσο πολύτιμο για τις υπηρεσίες του, που θεωρήθηκε ιερό. Άλλοτε του αποδόθηκαν μυθικές διαστάσεις και η φαντασία των ανθρώπων τα έπλασε φτερωτά, όπως ο Πήγασος ή με μισή ανθρώπινη μορφή όπως ο Κένταυρος.

Για χώρες όπως η δική μας, με ορεινή σύνθεση εδάφους και ανύπαρκτα ή περιορισμένα μηχανοκίνητα στρατιωτικά μέσα, σε όλες τις πολεμικές αναμετρήσεις του 20ού αιώνα τα μόνοπλα υπήρξαν η κινητήρια δύναμη του Ελληνικού Στρατού. Αποτέλεσαν το σύντροφο και συμπολεμιστή των Ελλήνων και από το 1821 κι έπειτα, στους αγώνες του Έθνους για την ελευθερία. Το ιππικό αποτέλεσε βασικό μάχιμο όπλο, με κύρια χαρακτηριστικά την ταχύτητα και την ευκινησία, ενώ τα μουλάρια και τα γαϊδούρια χρησιμοποιήθηκαν ως μεταγωγικά για πολεμοφόδια και τραυματισμένους στρατιώτες. Έπεσαν κατά χιλιάδες στα ιερά πεδία των μαχών και δόξασαν τον Στρατό μας, αλλά παρέμειναν οι λησμονημένοι “ήρωες”.

Πίσω από αυτά, υπήρχε μια μεγάλη ανθρώπινη αλυσίδα, που φρόντιζε για τη διατροφή τους, το πετάλωμα, τα σαμάρια, τα χαλινάρια, τους αναβολείς, ακόμη και για αδιάβροχα και κουβέρτες για την προστασία τους, καθώς και για τον εξοπλισμό τους με ειδικούς ιμάντες για την μεταφορά όπλων, όλμων, κανονιών και άλλων πυρομαχικών. Συνήθως το κάθε ζώο είχε ως υπεύθυνο φροντιστή έναν φαντάρο, τον επονομαζόμενο ημιονηγό (μουλαρά), ο οποίος φρόντιζε για όλα τα παραπάνω και ειδικά για την καθαριότητα του ζώου. Κατά τις επιθεωρήσεις του Λόχου, ο υπεύθυνος αξιωματικός που περνούσε μπροστά από τον ημιονηγό, κρατούσε ένα λευκό μαντήλι και τρίβοντας το σώμα του ζώου, ήλεγχε πόσο καθαρό ήταν.

Στην Επανάσταση του 1821, καθώς δεν υπήρχε άλλο μέσο μεταφοράς ή οδικό δίκτυο, το άλογο ήταν σύντροφος και συμπολεμιστής του ανθρώπου, όπως συνέβαινε για χιλιάδες χρόνια. Ωστόσο, δεν υπάρχουν ιδιαίτερες λεπτομέρειες για εκείνη την εποχή, δεδομένου ότι δεν υπήρχε οργανωμένος στρατός. Η ιστορία του αλόγου στον Ελληνικό Στρατό ξεκινά επίσημα επί βασιλείας του Όθωνα, το 1833. Τότε ιδρύθηκε “Σύνταγμα Τροχοφόρων Ιππέων” και ταυτόχρονα η Κτηνιατρική Υπηρεσία. Δημιουργήθηκαν ιπποφορβείο (εκτροφείο αλόγων) και νοσοκομεία. Στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 χρησιμοποιήθηκαν 3.000 μόνοπλα, ενώ στους πολέμους που ακολούθησαν, ο αριθμός έφτασε τα 29.000.

Στη Μικρασιατική Εκστρατεία, που άρχισε το 1919 με περίπου 3.000 μόνοπλα, ο αριθμός έφτασε τα 23.000 τον ίδιο χρόνο και το 1922 τα 62.000 ζώα! Ο μεγάλος αυτός αριθμός δεν μπορούσε όμως να εξυπηρετηθεί, καθώς δεν υπήρχαν πλήρως ειδικευμένοι στρατιώτες για να τα καθοδηγήσουν, να τα περιθάλψουν ως νοσοκόμοι και πεταλουργοί και δεν υπήρχε επαρκής τροφή για αυτά τα ζώα.

Τα ιπποειδή, αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας της χώρας μας, υπήρξαν η κινητήρια δύναμή του Ελληνικού Στρατού. Το 1940, όμως, σημειώθηκε η μαζικότερη χρήση τους, όταν ο στρατός έφτασε να διαθέτει δεκάδες χιλιάδες ζώα στις τάξεις του. Το 1936 άρχισε η προετοιμασία της χώρας για τον πόλεμο που ερχόταν. Αγοράστηκαν μόνοπλα και τροφή και μέχρι το 1940 ο στρατός διέθετε 130.000 ιπποειδή, δηλαδή ένα μόνοπλο ανά δύο στρατιώτες, καθώς πολέμησαν 300.000 άνδρες.

Ειδικότερα, στο Αλβανικό μέτωπο, παρόλο που τα στρατεύματά μας είχαν να αντιμετωπίσουν ένα σύγχρονο στρατό, το περιβάλλον δεν επέτρεπε να δράσουν τα μηχανοκίνητα. Έτσι, τα άλογα και τα μουλάρια που χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά κυρίως όπλων και πυρομαχικών πάνω στα δύσβατα βουνά της Αλβανίας και υπό τις πιο αντίξοες καιρικές συνθήκες, έγραψαν τις δικές τους σελίδες δόξας μαζί με τους ηρωικούς ημιονηγούς τους (μουλαράδες), σχεδόν ξεχασμένους όμως από όλους σήμερα.

Ο απολογισμός του πολέμου με την Ιταλία ήταν περίπου 13.600 νεκροί Έλληνες στρατιώτες, ενώ χιλιάδες ακόμη έμειναν ανάπηροι από σοβαρούς τραυματισμούς και κρυοπαγήματα, που άφησαν πίσω τους αμέτρητα ορφανά παιδιά και ταλαιπωρημένες οικογένειες χωρίς στήριγμα.

Πέρα από την ανθρώπινη απώλεια, θύματα του πολέμου υπήρξαν και οι αχώριστοι σύντροφοι και βοηθοί των ανθρώπων του χωριού, τα άλογα και τα μουλάρια, που επιτάχθηκαν από το στρατό για να μεταφέρουν τα εφόδια στην πρώτη γραμμή. Λίγα από αυτά τα ηρωικά ζώα επέζησαν, πολλά γκρεμίστηκαν σε βαθιές χαράδρες κατά το πέρασμά τους, σκοτώθηκαν από τα εχθρικά πυρά ή δεν άντεξαν στην πείνα και στις σκληρές κακουχίες. Από όσα ζώα κατάφεραν να επιβιώσουν και να γυρίσουν πίσω, τα περισσότερα ήταν τραυματισμένα, υποσιτισμένα και σε άθλια κατάσταση.

Αυτά τα ηρωικά ιπποειδή, υπερήφανα, ακούραστα, μουσκεμένα από την βροχή και το χιόνι μετέφεραν τρόφιμα και πυρομαχικά στον μαχόμενο Στρατό μας. Και οι ημιονηγοί, έκλαιγαν σαν μικρά παιδιά, όταν έχαναν τους πιστούς αυτούς συντρόφους τους.

Ανατρέχοντας σε διάφορες βιβλιογραφικές πηγές, μπορούμε να βρούμε πολλές σχετικές μαρτυρίες στρατιωτών που γύρισαν από το μέτωπο. Ενδεικτικά παραθέτουμε κάποιες συγκλονιστικές αφηγήσεις.

«…Όλο νύχτα βαδίζαμε οι μεταγωγικοί, μην μας δουν τ” αεροπλάνα και το πρωί σκοτώναμε όσα μουλάρια σακατεύονταν στους γκρεμούς. Καρτερούσαν τα καημένα τη σφαίρα σαν το ρωγοβύζι της μάνας τους. Αν έβρισκα δισκοπότηρο πριν τους ρίξω στο ριζάφτι, θα τα μεταλάβαινα. Το χω βάρος. Γκαστρωμένος είμαι μ” ένα λιθάρι εδώ μέσα βαθιά…» (Ο τελευταίος στρατιώτης της 8ης Μεραρχίας , Βασίλης Γκουρογιάννης)

– – – – – –

«Σ ένα χαντάκι, σκεπασμένο με χιόνι, ο Ψαρής μου κόλλησε. Πεινασμένο, μουσκεμένο ως το κόκαλο, ταλαιπωρημένο από το αδιάκοπο τρέξιμο πάνω στα κατσάβραχα, ήταν γραφτό του να μείνει εκεί. Το χάιδεψα λίγο στο σβέρκο και το φίλησα. Και κίνησα. Σε λίγα βήματα γύρισα να ιδώ για τελευταία φορά. Μπορεί να ήταν ζώο, αλλά ήταν σύντροφος στον πόλεμο. Είχαμε δει τόσες φορές μαζί το θάνατο, είχαμε περάσει μαζί μερόνυχτα ζωής, τέτοια που δεν λησμονιέται ποτέ. Και το είδα να με κοιτάζει που έφευγα. Τι ματιά ήταν αυτή βρε παιδιά. Πόσο παράπονο, πόση λύπη φανέρωνε. Μ” έπιασε το κλάμα. Ο πόλεμος δεν αφήνει καιρό για τέτοια. Σε μια στιγμή σκέφτηκα να το σκοτώσω. Δεν βάσταξε όμως η καρδιά μου. Και το άφησα εκεί. Με κοίταζε ώσπου χάθηκα πίσω από τον βράχο».

– – – – – –

«Τα ζα στον πόλεμο! Σήμερα από το πρωί συλλογιούμαι μόνο αυτό. Καλά εμείς οι ανθρώποι. Έχουμε τα συμφέρα μας, τις ιδεολογίες μας, τις λόξες μας, τις μεγαλομανίες και τους ενθουσιασμούς μας. Απ’ όλα αυτά μαγειρεύεται περίφημα ο πόλεμος. Έχουμε και τις πονηριές μας, για να γλιτώνουμε σαν δούμε τα ζόρικα. Τ’ αμπριά* μας, τα νοσοκομεία, ακόμα και τις λιποταξίες. Όμως τ’ αγαθά τα ζα που τα επιστρατεύουμε να κάμουν μαζί μας τον πόλεμο;

Θαρρώ πως, όταν καμιά φορά οι ανθρώποι βγάλουν από μέσα τους την επιληψία* του ομαδικού σκοτωμού, θα ‘χουν όλο το δίκιο να ντρέπουνται σ’ όλη τους τη ζωή και μόνο γι’ αυτό: που τραβήξανε και τ’ αθώα τα ζα στον πόλεμο. Στοχάζουμαι πως κάποτε θα είναι ένα απ’ τα πιο μαύρα σημάδια της Ιστορίας των Ανθρώπων.

Η Μεραρχία μας κουβάλησε μαζί της απ’ το νησί και μια συζυγαρχία γαϊδάρους. «Συζυγαρχία ημιόνων» γράφεται στα χαρτιά. Μα η αλήθεια είναι πως έχει μόνο γαϊδάρους. Υποφέρανε πολύ ώσπου να τους μπάσουνε στα βαπόρια. Το ίδιο και σαν τους ξεφορτώνανε στη Θεσσαλονίκη. Τους αρπούσε το βίντσι* μουγκρίζοντας θυμωμένα και τους σήκωνε ανάερα μέσα στη γερή φασκιά τους. Αυτό τους ξετρέλαινε. Κι η τρομάρα τους ήταν εκπληχτικά ζωγραφισμένη μέσα στα έξαλλα μάτια τους. Κλωτσούσανε στο κενό, φρουμάζανε, στριφογύριζαν τους βολβούς και το πετσί τους ρυτίδιαζε απ’ τη φρίκη. Κατόπι περάσανε μαζί μας όλη τη Μακεδονία φορτωμένοι πυρομαχικά. Τα ‘χανε κι αυτοί με τους Γερμανούς, με τους Τούρκους, με τους Βουλγάρους. Σα μπήκαμε ‘μείς στο χαράκωμα, ο όρχος* τους στήθηκε στην Κούπα. Είναι ένα χωριό πίσω από τις γραμμές μας, ρημαγμένο από το πυροβολικό. Μένουν εκεί μονάχα κάτι Φραντσέζοι* φουρναραίοι. Εκεί στην Κούπα, μέσα σε μιαν όμορφη χαράδρα, έστησε τα παλούκια της η «Συζυγαρχία των ημιόνων» της Μεραρχίας μας.

Τα ζα ξεκουραστήκανε κάμποσες μέρες απ’ το πολυμερίτικο περπάτημα που τα ‘χε παραζαλισμένα στην κούραση. Ξανεσάνανε. Βρήκανε κιόλας μπόλικο χορτάρι, φάγαν και πήραν απάνω τους. Καρδάμωσαν. Τότες προσέξανε πως ήταν χαρά Θεού πάνω στη γης, κι ο Έρωτας κέντριζε όλα τα πάντα, από τα μαμούδια ως τα λουλούδια, να μπούνε μέσα στο παναιώνιο πανηγύρι της αναπαραγωγής. Oι γαϊδάροι ακούσαν το μεγάλο κάλεσμα και απάντησαν με το ερωτικό τους σάλπισμα: παρών! Υπάκουγα, γεμάτα αθωότητα κι ανηξεριά σαν όλα τα ζα. Η χαράδρα βούιξε από τα παράφωνα επιθαλάμια χλιμιντρίσματα. Και ο αντίλαλος πήρε τα ερωτικά σαλπίσματα και τα πήγε ως πέρα στο Περιστέρι.

Ένα αεροπλάνο ξεκίνησε τότες βουΐζοντας απ’ αντίκρυ. Ήρθε κι έκοψε ένα-δυο γύρους πάνω από τη χαράδρα. Αυτοί το χαβά τους. Κατόπι γύρισε πίσω μέσα στην αποθέωση των οβίδων, που έσκαζαν στον ουρανό σαν ένα κοπάδι άσπρα προβατάκια που όλο και πλήθαιναν γύρω του.

Oι γαϊδάροι δεν ξέρουν από αεροπλάνα. Ήτανε κιόλας τόσο σύγκορμα παραδομένοι στη χαρά της ζωής, που δεν τους απόμενε καιρός να προσέξουν τίποτ’ άλλο.

Σε λίγο η λαγκαδιά βόγγησε βαριά από μια σειρά εκρήξεις και σουβλερές σφυριξιές. Ήταν ένα σωστό μακελειό αθώων. Τα ζα ξεκοιλιάστηκαν, σφάχτηκαν πάνω στο τρυφερό χορτάρι, αγκρισμένα* μέσα στο μεθύσι της γεννητικής τους χαράς. Ψοφούσαν κι ανεστέναζαν σαν ανθρώποι. Πέφτανε χάμου και ξεψυχούσαν σιγά σιγά, γύριζαν το λαιμό κοιτάζοντας λυπητερά τα εντόσθιά τους, που σάλευαν σαν κοκκινωπά φίδια ανάμεσα στα πόδια τους. Κουνούσαν απάνω-κάτω τα χοντρά τους κεφάλια δίχως να καταλαβαίνουν τίποτα. Ανετρίχιαζαν, τρέμανε τα ρουθούνια τους, ανοίγανε τα πλατιά χείλια ξεσκεπάζοντας τα δόντια τους και σερνόντανε με τσακισμένα πόδια. Πεθαίνανε στο τέλος βρέχοντας τα λουλούδια με το αίμα τους, και τα μεγάλα μάτια τους ήταν γεμάτα απορίες και πόνους. Ένα γαϊδουράκι με τσακισμένη τη ραχοκοκαλιά χαμόσερνε καμιά δεκαπενταριά μέτρα το κορμί του, ακουμπώντας μόνο στα μπροστινά πόδια. Κατόπι αναδιπλώθηκε, γύρισε το κεφάλι προς τη μεγάλη λαβωματιά του κι αγκομαχούσε πολλήν ώρα ώσπου να παραδώσει.

Ένας ημιονηγός, μόλις άρχισε ο βομβαρδισμός, βάλθηκε να τρέχει σαστισμένος. Βαστούσε γερά το χαλινάρι του γαϊδάρου του κι έτρεχε σαν τρελός. Έφτασε έτσι ως τ’ αμπριά των Φραντσέζων ψωμάδων. Εκεί πια, μέσα στα γιούχα της φανταριάς, πήρε είδηση πως έσερνε πίσω του το κεφάλι του γαϊδάρου θερισμένο απ’ το λαιμό.

Μέσα στα κλειδωμένα δόντια του το ζο κρατούσε ακόμα μια τούφα κίτρινες μαργαρίτες ματωμένες.» (Στρατής Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω)

* αμπριά: στρατιωτικά προκαλύμματα για την αποφυγή των εχθρικών επιθέσεων
* επιληψία: πάθηση του εγκεφάλου, εδώ τρέλα
* βίντσι: γερανός
* όρχος: στρατιωτικός πολεμικός σχηματισμός με σκοπό τον ανεφοδιασμό
* Φραντσέζοι: Γάλλοι
* αγκρισμένα: μπλεγμένα

– – – – – –

Ο δεσμός μεταξύ του στρατιώτη και του πιστού τετράποδου συντρόφου του, υπήρξε μοναδικός, όπως αποδεικνύει και το παρακάτω απόσπασμα από ιδιόχειρο σημείωμα που άφησε μαχητής του 1940 επάνω στο σαμάρι ενός σκοτωμένου μουλαριού: «Πολέμησες δίπλα μας νηφάλιο στις άγριες μπόρες του πολέμου κι έπεσες αθόρυβα για τη λευτεριά μας σαν αφανής και αιώνιος στρατηλάτης. Αιωνία σου η μνήμη».

Παρ’ όλα αυτά, ουδέποτε στην Ελλάδα τιμήθηκαν τα ζώα αυτά και απ’ όσο γνωρίζουμε, ούτε ένα μνημείο δεν έχει αφιερωθεί στους ηρωικούς ημιονηγούς και στα ακούραστα μόνοπλα του Ελληνικού Στρατού, που σήκωσαν και μετέφεραν στις πλάτες τους σημαντικό μέρος από το βάρος του Ελληνοϊταλικού πολέμου.

Από το 1955 και μετά οι μονάδες των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων άρχισαν να εξοπλίζονται με τεθωρακισμένα οχήματα και τα ιπποειδή δεν χρειάζονταν πια. Ενώ το 1955 υπήρχαν 18.000 τέτοια ζώα, το 1964 ήταν πια μόνο 4.000. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν ελάχιστα, κυρίως σε φυλάκια που δεν είχαν δρόμους. Εν τέλει, το 1990 η χρήση τους καταργήθηκε επισήμως.

Τα ιπποειδή έχουν υπηρετήσει την ανθρωπότητα εδώ και χιλιάδες χρόνια σε κάθε πτυχή της καθημερινότητάς της και συνεχίζουν μέχρι σήμερα. Θέλουμε με την αναφορά στη θυσία τους ανά τους αιώνες, να αποτίσουμε φόρο τιμής στα ζώα και τους φροντιστές τους, που στο παρελθόν συνέβαλαν αποφασιστικά στην έκβαση των πολεμικών αναμετρήσεων.

Εάν γίνετε μάρτυρας κακοποίησης ιπποειδούς απευθυνθείτε αρχικά στην αστυνομία, το φιλοζωικό σωματείο της περιοχής σας και ενημερώστε τον Πανελλήνιο Σύλλογο Προστασίας Ιπποειδών “Ιππόθεσις” σχετικά με τις ενέργειές σας.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Βρείτε μας στο facebook

Πρόσφατα Άρθρα

Δείτε ακόμα

Copyright © 2017- 2024 PawFinder.gr | All rights reserved | Όροι Χρήσης
error: Το περιεχόμενο προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα