Ο Καραμούζας

Ο Καραμούζας

Έτρεχε γρήγορα, λαχανιασμένος, με τα πόδια να χτυπούν τα αυτιά του και την ουρά του να τσουρομαδιέται στα ξερόκλαδα. Η φωνή του είχε κλείσει, και δεν θα μπορούσε να γαβγίσει ακόμη κι αν έβλεπε μπροστά του τον αφέντη του να τον σημαδεύει με το δίκαννο. Μα τι σκεφτόταν τώρα, γιατί το γρουσούζευε; Από τον αφέντη του προσπαθούσε να γλιτώσει τόση ώρα, τρέχοντας σαν μανιακός, αυτό μας έλλειπε να τον έβρισκε μπροστά του.

Ο Καραμούζας, (τον είχαν βαφτίσει έτσι τα παιδιά της γειτονιάς γιατί ήταν φωνακλάς), παρά την καλή του διαγωγή είχε ένα μικρό ελάττωμα. Ήταν λίγο κλεφτρόνι, μπορεί και παραπάνω από λίγο αλλά δεν έφταιγε εκείνος. Ερχόταν το αφεντικό του στο σπίτι με λουκάνικα, μπριζόλες και κάθε λογής λιχουδιές για τον ίδιον και στον καημένο τον Καραμούζα μόνο βρεγμένο ψωμί με κροκέτα ξερή και άγευστη. Ε, τι θα έκανε; Δε θα έκλεβε λίγο λουκανικάκι αν του δινόταν η ευκαιρία; Δε θα τσιμπούσε ένα κεφτεδάκι; Μια πατάτα ρε αδερφέ! Κάτι τις να του περάσει η λιγούρα. Κι εκείνος ο μίζερος ο αφέντης του όλη μέρα τον είχε δεμένο στην αυλή για να μη χαλάσει τις γλάστρες. Μόνο το βράδυ τον έλυνε για να του κάνει το φύλακα. Ποιος; Ο Καραμούζας! Που αν έμπαινε κλέφτης στο σπίτι, ο Καραμούζας θα του ζητούσε ένα τάληρο για να αγοράσει σουβλάκια.

Τέλος πάντων…Στο συμβάν. Παραμονή Πρωτοχρονιάς και ο αφέντης – ως σαν απόγονος του Σκρούτζ- ετοιμαζόταν να καλωσορίσει μόνος του το νέο έτος. Βασικά καμία σκασίλα δεν είχε για το νέο έτος, απλά όλοι οι άνθρωποι που γνώριζε έκαναν το ίδιο, όποτε δεν είχε τι άλλο να κάνει. Πήρε ότι καλούδια έκανε κέφι να περιδρομιάσει και μαγείρεψε μόνος του για τον εαυτό του και μόνο. Ούτε ένα κομματάκι κρέας για τον καημένο τον Καραμούζα που έτρεμε από το κρύο μόνος και έρημος στην αυλή. Ευτυχώς ήταν λυμένος αλλά με το κρύο που έκανε, μόνο να τρέχει και να γαβγίζει μπορούσε για να ζεσταθεί. Και όπως όλοι ξέρουν, το κρύο θέλει καλοφαγία για να αντέξεις. Πως θα κάψεις θερμίδες αν δεν έχεις λάβει θερμίδες;

Οι μυρωδιές από το σπίτι του είχαν σπάσει τα ρουθούνια και το στομάχι του χόρευε πεντοζάλι. Περίμενε και περίμενε αλλά δεν έβλεπε φως. Έπρεπε να δράσει. Πήγε λοιπόν ο Καραμούζας στην πόρτα και άρχισε να τη χτυπά με την πατούσα του. Μια, δυο, τρεις και μετά εξαφανίστηκε. Βγήκε ο αφέντης μισανοίγοντας την πόρτα, έριξε μια ματιά και μετά ξαναμπήκε μέσα αφού δεν είδε κανέναν. Πάλι το ίδιο ο Καραμούζας, μια και δυο και πέντε φορές, μέχρι που το αφεντικό άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω να δει ποιος τον ενοχλούσε την ώρα που ετοιμαζόταν να φάει. Ο Καραμούζας, μαύρος κι άραχνος σαν το χειμωνιάτικο βράδυ, γλίστρησε μέσα στο σπίτι και έτρεξε στην κουζίνα. Στην αρχή δεν ήξερε τι να πρωτοπάρει αλλά κατέληξε σε μια σειρά από καλοψημένα λουκάνικα, μέσα στο λίπος, που ενωμένα το ένα με το άλλο ήταν παραπάνω από ένα μέτρο. Τα βούτηξε ο Καραμούζας και περίμενε το αφεντικό να ανοίξει την πόρτα για να ξαναμπεί στο σπίτι, πράγμα που έγινε αμέσως. Ο λιχούδης σκύλος μπερδεύτηκε στα πόδια του αφεντικού που γλίστρησε στο λίπος από τα λουκάνικα που σέρνονταν στο μωσαϊκό και έφαγε μια μεγαλοπρεπέστατη τούμπα. Ο Καραμούζας βρήκε την ευκαιρία να βγει έξω και επειδή ήξερε τι τον περίμενε σκαρφάλωσε τα κάγκελα και έφυγε από το σπίτι τρέχοντας, με τα λουκάνικα στο στόμα. Όταν αισθάνθηκε ασφαλής, άραξε σε κάτι χορτάρια και μασούλησε το φαγητό του βογκώντας από ευχαρίστηση. Μετά από λίγο άρχισαν τα πυροτεχνήματα και ο ουρανός έγινε ολόφωτος και γεμάτος χρώματα κι αστέρια. Σκυλιά αδέσποτα κι άλλα ζωάκια του αγρού και της εξοχής άρχισαν να τρέχουν σαν παλαβά από την τρομάρα τους αλλά ο Καραμούζας είχα αράξει σε έναν θάμνο και καλωσόριζε το νέο έτος με όνειρα για περισσότερη ελευθερία και καλοφαγία.

Τα όνειρα ήταν πολλά και όμορφα και ο ύπνος στα μαλακά χορτάρια μετά από τόσο φαγητό, βαθύς και αποχαυνωτικός, οπότε ούτε που κατάλαβε πότε ξημέρωσε. Όταν όμως άκουσε την αγριοφωνάρα του αφεντικού του πάνω από το κεφάλι του, πετάχτηκε σα να του είχαν βάλει φωτιά στην ουρά. Κάτι τέτοιο θα γινόταν βέβαια γιατί ο βάρβαρος άνθρωπος είχε στρέψει το δίκαννο πάνω στον Καραμούζα που τώρα έτρεμε σα φύλλο. «Θα σε σκοτώσω ρε άχρηστε!», γκάριξε το αφεντικό και ο Καραμούζας έβαλε τα πόδια στα αυτιά κι άρχισε να τρέχει.

Εκεί κάπου τον συναντήσαμε στην αρχή της ιστορίας, αποκαμωμένο και έτοιμο να καταρρεύσει. Οι φωνές πίσω του εξασθενούσαν αλλά κι αυτός πια είχε παραδώσει πνεύμα, δεν άντεχε ούτε βήμα να κάνει. Να του έλειπαν τα λουκάνικα, ξινά του είχαν βγει. Εκεί που ήταν έτοιμος να χάσει τον κόσμο από την εξάντληση, είδε από μακριά ένα φως να τον πλησιάζει. «Α, εντάξει» , σκέφτηκε «πεθαίνω και βλέπω το γνωστό φωτεινό τούνελ!», και σφάλισε τα μάτια του για να μη δει τι τον βρήκε. Αλλά δεν τον βρήκε τίποτα κακό. Ίσα ίσα η λευκή αύρα που τον τύλιξε τον κύλησε μαλακά πάνω στα χόρτα μέχρι που έπεσε σε ένα κρυφό πηγάδι που δεν είχε πάτο αλλά ήταν ένα τούνελ που ο Καραμούζας τώρα το περνούσε σχεδόν πετώντας, χωρίς να πατάει τα ματωμένα του πατούσια κάτω. Όταν έφτασε στην άκρη του τούνελ η ίδια αύρα τον πέταξε έξω, όπως βγαίνει το νερό από μια σωλήνα με μεγάλη πίεση και προσγειώθηκε σε ένα καταπράσινο λιβάδι όπου τον περίμενε το αφεντικό του με μια πιατέλα γεμάτη από καλοψημένες μπριζόλες και λουκάνικα. Ο Καραμούζας, γεμάτος ευγνωμοσύνη πήρε μια μεγάλη μπουκιά κι άρχισε τη μασάει, ξεχνώντας τι είχε συμβεί.

«Καλή χρονιά Καραμούζα! Καλή χρονιά σκυλάκι μου αγαπημένο!», είπε το αφεντικό του με μια φωνή που ερχόταν από μακριά την ώρα που η τελευταία μπουκιά κατέβαινε στο στομάχι του. Μα τι είχε αυτή η μπριζόλα μέσα; Τον είχε πιάσει ζαλάδα, ο κόσμος γύριζε γύρω του, οι φωνές έκαναν αντίλαλο και στα μάτια του έλαμπαν φωτάκια και χρυσαφιές λάμψεις. «Έλα υπναρά! Ξύπνα! Πόσο θα κοιμηθείς ακόμα;» άκουσε μια αντρική φωνή να λέει. «Πω πω τον καημένο, δυο μέρες τώρα κοιμάται! Από τη στιγμή που τον βρήκαμε ετοιμοθάνατο από εξάντληση, μέχρι σήμερα, μόνο τρώει και κοιμάται».

Ο Καραμούζας άνοιξε τα μάτια, θυμήθηκε και ανατρίχιασε…Τον είχε βρει εκείνο το ζευγάρι, μισοπεθαμένο και δυστυχή και ρωτώντας στο χωριό, είχαν φτάσει στο σπίτι του όπου ο πρώην αφέντης του τους είχε πει να τον κρατήσουν γιατί εκείνος θα τον πυροβολούσε με το που θα πατούσε το πόδι του στην αυλή. Και τον κράτησαν και η καινούρια χρονιά άρχιζε μέσα σε μια πραγματικότητα πιο όμορφη κι από όνειρο! Γιατί μερικές φορές η ίδια η ζωή είναι πιο συναρπαστική ακόμα κι από τα παραμύθια.

Το κείμενο υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα.
Απαγορεύεται η δημοσίευση μέρους ή του συνόλου της ιστορίας χωρίς αναφορά στην πηγή.

Βρείτε μας στο facebook

Πρόσφατα Άρθρα

Δείτε ακόμα

Copyright © 2017- 2024 PawFinder.gr | All rights reserved | Όροι Χρήσης
error: Το περιεχόμενο προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα