Χριστουγεννιάτικοι Μπελάδες

Χριστουγεννιάτικοι Μπελάδες

Αυτό το κακό δεν είχε ξαναγίνει. Οι παλιο-καλικάντζαροι, αυτά τα μοχθηρά και ζημιάρικα διαβόλια, οι τυφλοπόντικες των ξωτικών, μετά από το περυσινό τους χουνέρι δεν έβαλαν μυαλό και αποφάσισαν να ξαναχτυπήσουν εκεί που δεν το περίμενε κανείς (θυμηθείτε τι έγινε πέρυσι). Με φρίκη μεγάλοι και μικρά παιδιά, παρακολουθούσαν τον κόσμο τους να αλλάζει και να ασχημαίνει, να απειλείται ακόμα κι ο εορτασμός των Χριστουγέννων κι αυτοί, δαιμόνιοι και χαιρέκακοι, γελούσαν κρυμμένοι πίσω από θάμνους, κάτω από φουστάνια ανυποψίαστων γυναικών, μέσα από τις βαθιές τσέπες των παλτών, και μέσα από τις σελίδες των παραμυθιών που είχαν αποφασίσει να τα καταστρέψουν ολοσχερώς.

Την προηγούμενη χρονιά, με το που μαζεύτηκαν στα σκοτάδια τους κάτω από τη γη, κυνηγημένοι από τις γάτες της κυρα Φωτεινής , άρχισαν να οργανώνουν την εκδίκηση τους πριονίζοντας με μανία το δέντρο της Γης. Και κάποιος είχε μεγάλη έμπνευση γιατί αυτό που αποφάσισαν ήταν πέρα από κάθε φαντασία: Καταστροφή του Παραμυθόκοσμου.

Η «επίθεση» άρχισε παραμονή Χριστουγέννων χωρίς καμία προειδοποίηση. Οι άνθρωποι, μαθημένοι στα κόλπα τους, είχαν πάρει όλα τα μέτρα αλλά κανένας ασχημομούρης καλικάντζαρος δεν εμφανίστηκε. Κανείς δεν προσπάθησε να μπει από την καμινάδα, ούτε άπλωσε το βρώμικο χέρι του στις φρεσκοτηγανισμένες τηγανίτες με μέλι και στα λαχταριστά μελομακάρονα. Παραξενεύτηκαν όλοι αλλά κατάλαβαν ότι υπήρχε σοβαρό πρόβλημα, μόνο όταν είδαν την Σταχτοπούτα αυτοπροσώπως να τρέχει με γυμνά πόδια στον πολυσύχναστο δρόμο, κρατώντας τα γυάλινα γοβάκια της στα χέρια. Τα πράγματα έγιναν ακόμη πιο ανησυχητικά όταν παρακολούθησαν τον παπουτσωμένο γάτο να κυνηγάει το αφεντικό του, το γιο του μυλωνά, καβάλα σε ένα γουρούνι. Οι άνθρωποι τα είχαν χάσει, τα αυτοκίνητα φρενάριζαν απότομα για να μην τρακάρουν με τους ξαφνιασμένους πεζούς και τους έξαλλους παραμυθο-ήρωες που είχαν κατακλύσει τις πλατείες και τους δρόμους.

Η κατάσταση είχε εκτραχυνθεί και οι Χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις κινδύνευαν άμεσα με ακύρωση. Ούτε να κυκλοφορήσει δε μπορούσε κανείς ούτε να ψωνίσει γιατί εξαιτίας της μανίας που είχε κυριεύσει τους ήρωες των παραμυθιών, δε λειτουργούσε τίποτα. Ήταν ώρα να αναλάβουν οι αθόρυβοι, πανέξυπνοι και ικανοί για επικίνδυνες αποστολές μαχητές , για τη σωτηρία των Χριστουγέννων. Η ομάδα «Τετράποδοι για τα Χριστούγεννα» ήταν ήδη έτοιμη.

Αρχηγός της γατοσυμμορίας ήταν η Νίκη από το Λουκανίκη καθώς το αγαπημένο της μεζεδάκι ήταν τα λουκάνικα. Ηγέτης των σκύλων ήταν ο Ράστα, ένας μαλλιαρός και κατσαρός σκύλος με κάμποσες τζίβες μακριές και στριφτές σαν τα κοτσίδια των ράσταμαν. Μετά από συνεδρίαση πίσω από τη χασαποταβέρνα του μπάρμπα Γιώργου, αποφάσισαν ομόφωνα ότι η καλύτερη άμυνα ήταν η επίθεση. Το μόνο που χρειαζόταν, ήταν να σιγουρευτούν αν οι ένοχοι της αναστάτωσης ήταν οι Καλικάντζαροι και με ποιο τρόπο, είχαν τρελάνει τους ήρωες των παραμυθιών.

Αυτό τελικά αποδείχτηκε αρκετά εύκολο. Ο Ράστα κατάφερε να πιάσει από το μακρύ και φουντωτό φόρεμα την κακιά μητριά της Σταχτοπούτας την ώρα που πετούσε μια τούρτα στον Ρομπέν των Δασών. Με κίνδυνο να φάει καμιά κλωτσιά από την κακιασμένη γυναίκα, της είπε ότι έπρεπε να επιστρέψει αμέσως στο σπίτι της γιατί ο πρίγκιπας ζητούσε διαζύγιο από τη Σταχτοπούτα με σκοπό να παντρευτεί την κόρη της. Αμέσως ο Ρομπέν των Δασών έγινε αμελητέα ύπαρξη. Η κυρά με το φόρεμα αυλαία, συγκράτησε τη τούρτα, έχωσε μέσα το πρόσωπό της για να δοκιμάσει λίγο και μετά την πέταξε σε ένα λόφο με σκουπίδια- Α! όχι δεν ήταν σκουπίδια ήταν τα λερωμένα και σκισμένα μαξιλάρια της Ωραίας Κοιμωμένης που ο Τζακ με τη φασολιά του, είχαν βουτήξει από το κρεβάτι που η όμορφη κόρη ξάπλωνε.

Ο Ράστα ακολούθησε την κυρά που έτρεχε σα σίφουνας για να προλάβει τον πρίγκηπα μην αλλάξει γνώμη ενώ η Νίκη είχε γαντζωθεί από την φουσκωτή της περούκα για να εξοικονομήσει δυνάμεις. Παραπίσω έτρεχαν οι τετράποδοι φίλοι τους γαβγίζοντας, νιαουρίζοντας και κάνοντας τόσο μεγάλη φασαρία που οι λαθρεπιβάτες της πραγματικότητας είχαν σαστίσει και δεν ήξεραν προς τα που να πάνε. Πρώτος τσίμπησε ο Αλή Μπαμπά με τους σαράντα κλέφτες και στράφηκαν προς τον κουρνιαχτό. Η φασαρία προκάλεσε το ενδιαφέρον τους κι έτρεξαν πίσω από τα γατόσκυλα. Μετά ήρθε η σειρά της Χιονάτης, που παράτησε το σκουπόξυλο με το οποίο κυνηγούσε τους επτά νάνους και βάλθηκε να ακολουθεί την κομπανία. Σιγά σιγά όλοι οι παραμυθένιοι ήρωες πήραν στο κατόπι την τετράποδη συμμορία που έτρεχε πίσω από το Ράστα και τη Λουκανίκη που έτρεχαν πίσω από την κακιά μητριά. Τελευταία γύρισε η Σταχτοπούτα όταν της είπαν ότι ο πρίγκηπας την είχε χωρίσει γιατί δεν άντεχε να της αγοράζει κάθε μέρα καινούρια γυάλινα γοβάκια.

Η ξέφρενη πομπή έτρεχε ασταμάτητα για ώρες, ο Ράστα και η Νίκη είχαν χάσει τον προσανατολισμό τους αλλά αυτό ήταν το τελευταίο που τους ένοιαζε. Το βασικό ήταν να σωθούν τα Χριστούγεννα και ο Παραμυθόκοσμος που είχε διαλυθεί. Αφήνοντας πίσω γνωστούς δρόμους και γειτονιές , η πομπή διέσχιζε σαν βιαστικός κομήτης άγνωστα μέρη και τοπία, ξένα στο μάτι, μέχρι που η κακιά μητριά με ένα αξιοθαύμαστο σάλτο, πήδηξε από την κορυφή ενός λόφου ψηλά στον ουρανό, ακολουθώντας έναν αεροδιάδρομο γνωστό στα ουράνια πλάσματα από πάντα. Ο Ράστα, η Νίκη κι όλη η συνοδεία, δίποδη και τετράποδη, παρασύρθηκαν από το τσουνάμι που σήκωσε η εισβολή πλασμάτων του πραγματικού κόσμου στον παραμυθο-διάδρομο και βρέθηκαν μετά από κάμποση ώρα κουτρουβαλιασμένοι όλοι μαζί, μπροστά από μια πύλη θεόρατη και θεόκλειστη.

Η κακιά μητριά άρχισε να κλωτσά την πόρτα και να ξεφωνίζει σα θυμωμένη κουρούνα για να της ανοίξουν. Τότε δειλά δειλά, με ένα τσιριχτό σκριιιιιι σαν να παραπονιέται σκουριασμένος μεντεσές, μισάνοιξε το ένα φύλο της πόρτας κι ένα στραβομούτσουνο πλάσμα με μυτερά αυτιά και γουρλωτά μάτια έβγαλε το μισό του πρόσωπο έξω. Το υπόλοιπο μισό φανερώθηκε όταν η κακιά μητριά έπιασε το πλάσμα από το λαιμό και άρχισε να το ταρακουνάει πάνω κάτω, σαν σε ταψί στο λούνα παρκ. «Που είναι ο Πρίγκηπας, θέλω να δω τον Πρίγκηπα!». Το χαζοβιόλικο τερατάκι έκανε μόνο ένα γκνμφ….και η κακιά μητριά το εκσφενδόνισε μακριά. Μετά μπούκαρε μέσα από την ανοιχτή πύλη και ακολούθησαν κι όλοι οι υπόλοιποι. Μόλις έκλεισαν οι πόρτες πίσω τους, η ανταριασμένη ατμόσφαιρα πάνω από τον συρφετό άρχισε να καθαρίζει μέχρι που όλοι οι ήρωες ηρέμησαν και άρχισαν να κάνουν αυτά που ήταν προορισμένοι να κάνουν, από τότε που γεννήθηκαν. Η κακιά μητριά, ανακουφισμένη κι αυτή από την αγωνία των φρούδων ελπίδων της, άνοιξε το παραμύθι της και χώθηκε αθόρυβα, σελίδα τρία, παράγραφος δύο, σειρά τέσσερα, για να πάρει έναν υπνάκο. Ο Ράστα με την Νίκη και όλη την τετράποδη κομπανία, ξαμολύθηκαν στα καλντερίμια της παραμυθοχώρας κυνηγώντας όποιον καλικάντζαρο έβρισκαν μπροστά τους. Κι όταν τους ξετρύπωναν οι μαχητές των Χριστουγέννων, εκείνοι, από το φόβο τους, σκαρφάλωναν στα τείχη κι έπεφταν έξω στο άγνωστο τίποτα που τους κατάπινε. Όταν καθάρισε ο τόπος, οι πρωταγωνιστές των παραμυθιών ήταν σα να μην είχαν ζήσει τίποτα από όσα είχαν προηγηθεί. Όλοι τους είχαν πιάσει τις παλιές τους ασχολίες και καμία σημασία δεν έδιναν στη σκυλογατοπαρέα που είχε καθαρίσει για τον ανθρώπινο και τον παραμυθένιο κόσμο.

«Ράστα τι κάνουμε τώρα;», ρώτησε η Νική. «Χμμμμ, να σου πω την αλήθεια δεν ξέρω», απάντησε ο Ράστα ολίγον προβληματισμένος. «Λες να βγούμε από εκεί που μπήκαμε και να πάρουμε το δρόμο κι όπου βγει;»

«Ε, όχι και να κινδυνεύσετε πάλι!», ακούστηκε μια δυνατή παππουδίστικη φωνή. «Ελάτε υπάρχει χώρος και για εσάς!», είπε ο Άγιος Βασίλης που εκείνη την ώρα ξεκινούσε το γιορτινό του ταξίδι. Το έλκηθρο προσγειώθηκε στην μεγάλη πλατεία της Παραμυθοχώρας κι όλοι έτρεξαν να προϋπαντήσουν τον Άγιο Βασίλη και να του σφίξουν το χέρι. Τα τετράποδα πήδηξαν χαρούμενα μέσα στο έλκηθρο και όλοι μαζί απογειώθηκαν για το χαρούμενο ταξίδι έως τις καρδιές των μικρών παιδιών.

Τα Χριστούγεννα ξημέρωσαν σε μια χιονισμένη και λαμπερή πόλη. Ο Άγιος Βασίλης από ψηλά, χαιρέτησε για τελευταία φορά τους τετράποδους φίλους του που έτρεξαν στο στέκι τους, στην ταβέρνα του Μπάρμπα Γιώργη για να γιορτάσουν με τα μεζεδάκια του καλόκαρδου ταβερνιάρη. Τα Χριστούγεννα είχαν σωθεί, μπορούσαν όλοι να ανασάνουν με ανακούφιση. Τα αγαπημένα τετράποδα αγκαλιάστηκαν σφιχτά και η ίδια κοινή ευχή, σα συννεφάκι, πέταξε πάνω από τα αναμαλλιασμένα τους κεφάλια, όπως κάθε χρόνο τέτοια ημέρα: «Του χρόνου στα δικά μας σπίτια, στις δικές μας οικογένειες!»

Το κείμενο υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα.
Απαγορεύεται η δημοσίευση μέρους ή του συνόλου της ιστορίας χωρίς αναφορά στην πηγή.

Βρείτε μας στο facebook

Πρόσφατα Άρθρα

Δείτε ακόμα

Copyright © 2017- 2024 PawFinder.gr | All rights reserved | Όροι Χρήσης
error: Το περιεχόμενο προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα