Το χρυσό καρύδι

Το χρυσό καρύδι

Το χρυσό καρύδι αναπήδησε μέσα στη γυάλα του και έκανε γκελ στο λείο και καθαρό γυαλί. Ντόινγκ ντόινγκ ντόινγκ! Αλλά δεν είχε έρθει η ώρα για τη μεγάλη έξοδο. Όταν η στιγμή ήταν η κατάλληλη, το διάφανο σπίτι του θα άρχιζε να ραγίζει και το αστραφτερό καρυδάκι, με μια γερή κουτουλιά, θα δραπέτευε για πάντα. Το πού θα πήγαινε και τί θα έκανε είναι μια άλλη ιστορία που θα την πούμε σε λίγο με σιγανή φωνή, για να μην αναστατώσουμε την πορεία του με αποκαλύψεις και επιφωνήματα έκπληξης. Σσσσσς!!!Ησυχία, ακούγεται ένα τρίξιμο! Μάλλον αρχίζει η κατεδάφιση. Ναι! Αυτό είναι! Δώσε άλλη μια καρυδάκι!

Το ταξίδι του μόλις άρχισε…

Κυλώντας στο πέτρινο δάπεδο, το καρυδάκι βγήκε στην κατηφορική αυλή και αποφεύγοντας με μαεστρία τα γυαλιά γύρω του, πήδηξε στο δρόμο, όπου μια καρακάξα το πήρε στο ράμφος της και ανέλαβε την ασφαλή μεταφορά του στην πόλη που ήταν για φέτος ο τελικός του προορισμός. Παράλληλα, σε άλλα μέρη του κόσμου κι άλλοι χρυσοί καρποί, σφραγισμένοι ερμητικά με ευχές και ελπίδες, έφευγαν από τα προσωρινά τους σπίτια και κυλούσαν αθέατα και αθόρυβα προς τις φετινές τους ιερές αποστολές, σε χωριά, πόλεις, εξοχές κι οπουδήποτε υπήρχε ανάγκη από λίγη χρυσόσκονη και κάμποση μαγεία.

Το δικό μας καρυδάκι, αφού πέταξε χιλιόμετρα με την καρακάξα, κάποια στιγμή έπεσε από το στόμα της γιατί η κουτσομπόλα, συνάντησε μια άλλη φίλη της ακόμα πιο κουτσομπόλα, και άρχισαν να κάνουν «κρα κρα» ξεχνώντας το πολύτιμο φορτίο που αφού έσκισε τους αιθέρες σαν οβίδα, έπεσε στην άσφαλτο και άρχισε να κάνει ζικ ζακ για να μην γίνει λιώμα από τις ρόδες των αυτοκινήτων. Τα κατάφερε με πολύ ζόρι να ξεφύγει από τη λεωφόρο, αλλά αμέσως μετά το άρπαξε ένας μπόμπιρας που μπουσουλώντας, είχε δραπετεύσει από το κατάστημα που ψώνιζε η μαμά του. Η μαμά πανικόβλητη, παράτησε τις τσάντες που κουβαλούσε και άρπαξε το μωρό που έκρυβε στις μικρές του χούφτες το πολύτιμο καρυδάκι. Μόλις η αναστατωμένη γυναίκα πήρε χαμπάρι τί κρατούσε το μικρό της, πέταξε μακριά το λαμπερό καρυδάκι λέγοντας: «Ότι γυαλίζει το μαζεύεις, δεν έκανα παιδί εγώ αλλά καρακάξα!».

Το καρύδι, αφού διέγραψε μια καμπύλη πορεία στον αέρα, προσγειώθηκε στα φουσκωμένα μαλλιά μιας ηλικιωμένης κυρίας που μόλις είχε βγει από το κομμωτήριο και εκεί στα μαλακά, ταξίδεψε μέχρι το οροφοδιαμέρισμα της πολυτελούς πολυκατοικίας που κατοικούσε. Όταν η κυρία μπήκε στο διαμέρισμα της, η γάτα της η Κλαίρη, το βούτηξε με μια κίνηση αστραπή ξεμαλλιάζοντας την αγαπημένη της ιδιοκτήτρια και άρχισε να το κυνηγάει μέσα στο σπίτι, μέχρι που έφτασε στο φαράσι της καθαρίστριας που εκείνη την ώρα τελείωνε την καθημερινή καθαριότητα του διαμερίσματος. Η γάτα κοίταξε υπεροπτικά την γυναίκα που άρπαξε το παιχνίδι της και αφού έκανε ένα νιαρ…που σήμαινε «δεν μου το πήρες εσύ, εγώ το βαρέθηκα», γύρισε τα τροφαντά της οπίσθια και αποχώρησε με πομπώδη βηματισμό.

Η καθαρίστρια έβαλε το παιχνιδάκι στην τσέπη της και αποχαιρέτησε την ξεμαλλιασμένη κυρία, λαμβάνοντας και ένα γιορτινό δέμα που της πρόσφερε με χαρά, για το παιδάκι της. Χαμογελώντας, η νεαρή εργαζόμενη βγήκε από την πόρτα της πολυκατοικίας και κάνοντας έναν αστραπιαίο απολογισμό, ένιωσε ευτυχής που όλοι οι αγαπημένοι της ήταν ζωντανοί και υγιείς. Επίσης ήταν απέραντα ευγνώμων που και φέτος θα είχε δώρο για το γιο της κάτω από το στολισμένο δέντρο. Γιατί – ναι, ξέχασα να σας το αναφέρω αν και είναι πολύ σημαντικό- ήταν λίγες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα και κάτω από τα χριστουγεννιάτικα δέντρα πρέπει να υπάρχουν δώρα, για τα μικρά και μεγάλα παιδάκια.

Λίγη ώρα μετά και αφού μπήκε σε ένα τρένο και σε ένα λεωφορείο, είχε φτάσει στο σπίτι της και ξεκλείδωνε την πόρτα του υπόγειου διαμερίσματός της που έλαμπε από τα φωτάκια και τα στολίδια. Μόλις είδε το γιο της να ανοίγει τα χεράκια του να την αγκαλιάσει, δάκρυσε από χαρά κι αμέσως έβαλε το χέρι στην τσέπη για να πιάσει ένα χαρτομάντιλο και να σκουπίσει τα υγρά μάγουλά της. Το χρυσό καρύδι γλίστρησε από τη τσέπη της, έπεσε στο μωσαϊκό και κύλησε στην πόρτα του διπλανού διαμερίσματος, εκεί που πάνω σε ένα παλιό χαλάκι, κοιμόταν και ξυπνούσε ο Μαθουσάλας ή για συντομία Μαθιός, ο σκύλος του διπλανού ενοικιαστή που κανείς δεν ήξερε πότε ερχόταν και πότε έφευγε από το σπίτι του. Ο μπάρμπα Μαθιός το βούτηξε και το κατάπιε με βουλιμία. Η καθαρίστρια τον κοίταξε στεναχωρημένη. Κι αν πάθαινε τίποτα ποιος θα τον φρόντιζε; Μάλλον η ίδια θα έπρεπε να έχει το νου της και να τον πάει στον κτηνίατρο εάν υπήρχε ανάγκη.

Το χρυσό καρύδι σκέφτηκε ότι αυτό ήταν, φέτος δε θα έκανε κανένα θαύμα. Θα ήταν ένα τζούφιο ξηροκαρπάκι χωρίς σκοπό στη ζωή του. Όλα αυτά μέχρι το επόμενο πρωινό, όταν ο σκυλάκος μπήκε χαρούμενος στο αυτοκίνητο του αφεντικού του που είχε εμφανιστεί απρόσμενα το προηγούμενο βράδυ. Ακολούθησαν δύο τεράστιες βαλίτσες και ο Μαθιός, στριμωγμένος αρκετά, άρχισε να μυρίζει ευτυχισμένος τον αέρα έξω από το ανοιγμένο παράθυρο του αυτοκινήτου. Οι μυρωδιές βέβαια δεν ήταν οι γνώριμες αλλά τί τον ένοιαζε; Ήταν μαζί με τον άνθρωπό του κι αυτό είχε σημασία. Όταν έφτασαν στο δημοτικό κυνοκομείο της πόλης, ο Μαθιός, αποχαυνωμένος και πριν προλάβει ούτε καν να γαβγίσει, είδε το αφεντικό του να τον πασάρει σε έναν νεαρό κι εκείνος να τον τοποθετεί με το ζόρι σε ένα κλουβί. Μετά χάθηκε το φως από τη ζωή του. Ο άνθρωπός του εξαφανίστηκε με το φορτωμένο βαλίτσες αυτοκίνητο, η πόρτα του κλουβιού έκλεισε με θόρυβο και ο Μαθιός ένιωσε να καταρρέει. Οι διπλανοί, αν και τον καλωσόριζαν, ακούγονταν σαν φωνές εφιαλτικές σε ένα δυστοπικό περιβάλλον και ο ίδιος πονούσε μέχρι τα βάθη της ύπαρξής του. Μια λέξη μόνο «ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ». Το χρυσό καρύδι δεν άντεχε τόση δυστυχία. Τελικά φέτος αυτός ο σκυλάκος θα ήταν ο προορισμός του, ήταν φανερό πια. Σιγά σιγά άρχισε να διαλύεται, να μετουσιώνεται σε κάτι διαφορετικό, σε ένα φωτεινό κύμα χρυσόσκονης που ταξίδεψε στο σώμα του ταλαίπωρου πλάσματος και το έκανε να λάμπει και να αστράφτει, σα να ήταν από άλλο γαλαξία.

Ξημέρωσε παραμονή Χριστουγέννων κι ο δύστυχος Μαθιός είχε μια παράδοξη, λαμπερή και ταυτόχρονα θλιμμένη, φάτσα. Όταν η πόρτα του κυνοκομείου άνοιξε, εμφανίστηκε ο υπάλληλος και τον ακολουθούσε η γνωστή ηλικιωμένη κυρία από το οροφοδιαμέρισμα, που τη συνόδευε ο γιος της, ένας άντρας γεμάτος αγάπη και φροντίδα για τη μητέρα του. Αφού συζήτησαν λίγο με τον υπάλληλο στάθηκαν εμπρός από το κλουβί του Μαθιού. «Τι λες παππού; Θα κάνουμε μαζί Χριστούγεννα;», ρώτησε ο άντρας το Μαθιό, «η μαμά μου θα σε φροντίσει με τον καλύτερο τρόπο, να είσαι σίγουρος». «Νομίζω ότι η Κλαίρη μας, μόλις απέκτησε παρέα», είπε η κυρία χαμογελώντας και βγήκε με το κομψό της βάδισμα έξω, κρατώντας το λουρί του μπάρμπα Μαθιού που πλέον έλαμπε από χαρά κι ελπίδα.

Μακριά, στην άλλη μεριά του πλανήτη, μια γυναίκα ντυμένη με πολύχρωμα τουρμπάνια και φαρδιά πέπλα, ονειρεύεται ότι η αγάπη πάντα βρίσκει έναν τρόπο να ταξιδεύει στο χρόνο και στον χώρο και να φυτρώνει και να καρπίζει εκεί που συναντά εύφορο έδαφος. Μερικές φορές βέβαια βοηθάει και λίγη μαγεία. Η γυναίκα χαμογελά και ξεσκονίζει τις διάφανες γυάλες που μέσα τους χοροπηδούν οι χρυσοί καρποί της επόμενης χρονιάς. Στην αυλή της βρίσκεται ένα τεράστιο και φουντωτό δέντρο, φορτωμένο με χιλιάδες μικρά και στρογγυλά καθρεφτάκια που κρέμονται από τα κλαδιά, αντί για φρούτα. Σε ένα από αυτά ένας γέρικος σκύλος, ο Μαθουσάλας, ποζάρει ευτυχισμένος στην αγκαλιά της κυράς του, για τη Χριστουγεννιάτικη φωτογραφία.

Το κείμενο υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα.
Απαγορεύεται η δημοσίευση μέρους ή του συνόλου της ιστορίας χωρίς αναφορά στην πηγή.

Βρείτε μας στο facebook

Πρόσφατα Άρθρα

Δείτε ακόμα

Copyright © 2017- 2024 PawFinder.gr | All rights reserved | Όροι Χρήσης
error: Το περιεχόμενο προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα