Η παρέα του χιονιού

Η παρέα του χιονιού

Το χιόνι έπεφτε πυκνό κι αθόρυβο σκεπάζοντας με τη σιωπή του το, συνήθως, ζωηρό δάσος. Οι δραστήριοι κάτοικοι του είχαν λουφάξει στις φωλιές και στις κρυψώνες τους αποζητώντας στη στοργή της οικογένειας , τη ζεστασιά που έλειπε από την ατμόσφαιρα. Χειμώνας – καταχείμωνο, πώς αλλιώς θα επιβίωναν χωρίς την ασφάλεια της συντροφιάς και την ζεστή προστασία της αγάπης; Το παγωμένο έδαφος είχε ασπρίσει για τα καλά μετά από την ολονύκτια χιονόπτωση και τώρα, με το πρώτο φως της ημέρας, μόνο κάτι βιαστικά ίχνη έσπαζαν την μονοτονία της άσπρης χιονοφλοκάτης. Η βουβαμάρα μπροστά στην λευκοντυμένη αποθέωση ήταν καθολική, κανένας θόρυβος, καμία κίνηση, κανένα θρόισμα ή σχεδόν κανένα γιατί εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε ένας ήχος σα σύρσιμο και μετά ένα κριτς κρατς σαν κλαδάκι που σπάει και μετά ένα πνιγμένο αλύχτισμα και πάλι από την αρχή. Περίεργα μάτια άνοιξαν, ξαφνιασμένα από έκπληξη, κρυμμένα ανάμεσα στα χιονισμένα κλαδιά, κάτω από στοίβες με πεσμένα φύλλα και μέσα σε ζεστές υπόγειες φωλιές. Ποιος τολμούσε να διαπεράσει τη λευκή χιονοκουρτίνα; Ποιος είχε το θάρρος ή την απελπισία να περπατά σήμερα στο χιονισμένο δάσος;

Στο επόμενο σύρσιμο, ο πιο ηλικιωμένος λαγός του δάσους αποφάσισε να μείνει στην ιστορία, βγαίνοντας μπροστά με θάρρος, έτοιμος να διερευνήσει το θόρυβο που είχε αναστατώσει τους συμπολίτες του. Οι επόμενες γενιές θα τον μνημόνευαν για το θάρρος του εκείνη την ημέρα που δεν «έγινε λαγός». Τα αυτιά του ξεμύτισαν από το λαγούμι του και μετά εμφανίστηκε η φάτσα του, πασπαλισμένη με λίγη χιονισμένη μαγεία. Στην αρχή δεν είδε τίποτα αλλά μύρισε τον κίνδυνο και πήγε να χωθεί πάλι στη φωλιά αλλά τελευταία στιγμή είδε κάτι που του ράγισε την καρδιά…

Το χιόνι έπεφτε βαρύ και στο χωριό έξω από το δάσος, όπου το στερνοπούλι του κυνηγού το είχε σκάσει από το σπίτι κι έψαχνε κάποιον απεγνωσμένα, φωνάζοντας με κλάματα ένα όνομα που όμως δεν ακουγόταν καλά γιατί φυσούσε δυνατός αέρας που έπαιρνε την φωνή και την έστελνε παραμορφωμένη και αδύναμη, στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Κι όλο έμπαινε πιο βαθιά στο δάσος κι όλο τουρτούριζε περισσότερο κι έχανε τον προσανατολισμό του. «Μπέμπαααα! Μπέμπαααα!Μπέμπααα!» φώναζε, αλλά όποια Μπέμπα κι αν έψαχνε δεν τον άκουγε ή δε μπορούσε να του απαντήσει.

Πίσω στο δάσος, ο γερο- λαγός κοιτούσε κατάματα τον εχθρό του. Τους χώριζαν μόνο μερικά εκατοστά πυκνής χιονόπτωσης. Τα αυτιά του τρεμούλιασαν αλλά δεν κουνήθηκε. Τα αυτιά του εχθρού σχεδόν είχαν θαφτεί στο χιόνι αλλά με ένα τίναγμα, φανέρωσε όλο το μεγαλοπρεπές τους μήκος στην μισοκρυμμένη κοινότητα του δάσους. Ένα «ΩΩΩΩ!!!», γεμάτο θαυμασμό ακούστηκε από άκρη σε άκρη. Και μετά ένα ακόμη «ΑΑΑΑ!!!», όταν ο εχθρός σηκώθηκε στα πόδια του και η παραφουσκωμένη του κοιλιά εμφανίστηκε βαριά και έτοιμη να σκάσει.

«Μπέμπα;! Εσύ είσαι;», ρώτησε διστακτικός ο γερο- λαγός.
«Ναι εγώ είμαι μπάρμπα- Γρηγόρη», απάντησε με μια κάποια ελπίδα στα μάτια η σκυλίτσα, «κι όπως βλέπεις δεν είμαι μόνη μου, κουβαλάω και την οικογένεια που με ζορίζει να βγει στη ζωή αλλά δεν ξέρω αν θα αντέξω, πραγματικά».

«Τι σου συνέβη κορίτσι μου;», ρώτησε ο λαγός με πραγματικό ενδιαφέρον, «εσύ δεν ήσουν στο σπίτι του κυνηγού; Πώς βρέθηκες εδώ μόνη σου και σε τέτοια κατάσταση μάλιστα;»

«Άστα μπαρμπα – Γρηγόρη. Είχαν φριχτά παράπονα από μένα. Εσύ το ξέρεις πολύ καλά ότι ήμουν άχρηστη. Δεν έκανα για τη δουλειά. Τσάμπα τα μακριά μου αυτιά και η δυνατή μου μύτη. Τι να κάνει κι ο άνθρωπος; Πώς να ζήσει; Όταν είδε πως ήμουν έτοιμη να γεννήσω, με έφερε στο δάσος και με άφησε γιατί δε μπορούσε να έχει έναν ανίκανο σκύλο να τον ταΐζει, μαζί με τα μωρά του. Μου είπε καλή τύχη, μου έδωσε κι ένα κομμάτι ψωμί κι έφυγε μέσα στο σκοτάδι. Εγώ χάθηκα, γιατί, όπως μου είχε πει πολλές φορές το αφεντικό μου, είμαι η ντροπή των κυνηγόσκυλων και να ‘ μαι τώρα! Δεν ξέρω που να φωλιάσω και να φέρω στον κόσμο τα μωρά μου. Και πώς θα τα ταΐσω μετά, μπορείς να μου πεις μπαρμπα – Γρηγόρη;», είπε με μια ανάσα η Μπέμπα και το ψηλόλιγνο κορμί της με την τουρλωτή κοιλιά, τραντάχτηκε από την οδύνη της μοναξιάς της.

«Έλα Μπέμπα μην κάνεις έτσι», της είπε ο λαγός κλείνοντας το μάτι. Για τις τόσες φορές που μας άφησες να φύγουμε ζωντανοί, για τις άλλες τόσες που ήρθες και μας ειδοποίησες να κρυφτούμε, δε θα σε αφήσουμε έτσι. Τι λέτε παιδιά;», ρώτησε ο λαγός τα κρυμμένα πλήθη που σιγά σιγά, τινάζοντας τα χιόνια ξετρύπωναν μέσα από τις χιονοθίνες. «Στο σπιτάκι του υλοτόμου γρήγορα!», είπε ένας ασβός που όλοι απεύφευγαν διακριτικά. «Ναι! Κάνε ένα κουράγιο Μπέμπα, θα σου ανοίγουμε δρόμο εμείς κι εσύ θα ακολουθείς μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι του υλοτόμου. Είναι καλός άνθρωπος θα σε δεχτεί στο σπίτι του , τουλάχιστον μέχρι να φέρεις στον κόσμο τα μικρά σου. Μετά θα δούμε τι θα κάνουμε.»

Και η παράξενη παρέλαση των άγριων ζώων- πιο ήμερων όμως από τον άνθρωπο- άρχισε να διασχίζει το χιονισμένο δάσος, ανοίγοντας ένα μονοπάτι σωτηρίας στο παχύ στρώμα χιονιού, για να περάσει η παραφουσκωμένη σκυλίτσα που σχεδόν περπατούσε με την κοιλιά της. Πιο μακριά, μια παιδική φωνή, καβάλα στις δυνατές ριπές αέρα, ταξίδευε αριστερά και δεξιά, σκουντούφλαγε στα κλαδιά των δέντρων, στους παγωμένους κορμούς και στις κρυσταλλιασμένες φτέρες. Κι όλο πιο πολύ αδυνάτιζε μέχρι που σταμάτησε να ακούγεται εντελώς, ξεκουρδισμένη από την κούραση και την απόγνωση. Το αγοράκι, χαμένο στην έγνοια του να βρει την αγαπημένη του συντροφιά, δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι είχε αποπροσανατολιστεί κι όταν γύρισε το βλέμμα του στο εντελώς άγνωστο περιβάλλον, τουρτούρισε λίγο ακόμη και πριν προλάβει να πανικοβληθεί, λιποθύμησε πάνω στο αφράτο χιόνι.

Τα μπράτσα που τον κουβάλησαν στο καλύβι ήταν σιδερένια και το πρόσωπο χαρακωμένο από τις ρυτίδες της σκληρής ζωής. Ο ξυλοκόπος ξέρει το δάσος, ακούει τις ανάσες του, μαντεύει την αναστάτωση του, ερμηνεύει τις σιωπές του και συντρέχει στις εκκλήσεις του για βοήθεια. Όταν ο μικρούλης έπεσε αναίσθητος μια γέφυρα σωτηρίας στήθηκε στο λεπτό. Το σκαθάρι είπε στην αράχνη, η αράχνη είπε στο σπουργίτι,το σπουργίτι είπε στο σκίουρο, ο σκίουρος είπε στην αλεπού, μέχρι που τα νέα έφτασαν στο σκύλο του ξυλοκόπου και τότε ήταν απλά θέμα χρόνου να πληροφορηθεί τα νέα και ο ίδιος.

Ο μικρός συνήλθε γρήγορα και αφού ζεστάθηκε στο τζάκι και ήπιε ένα καυτό χαμομήλι, έπιασε να εξιστορεί ανάμεσα σε κλάματα και αναφιλητά τί συνέβη και πώς βρέθηκε στο δάσος. Τα είπε όλα, για την Μπέμπα που την είχαν από κουτάβι και την αγαπούσε σαν αδερφή του, για την ατελέσφορη προσπάθεια του πατέρα του να την μάθει να κυνηγάει, για την εγκυμοσύνη της και για την εκπαραθύρωσή της από το σπίτι, μιας και ήταν «ένα άχρηστο στόμα που θα έφερνε κι άλλα άχρηστα στόματα στον κόσμο».

Ο ξυλοκόπος είχε θυμώσει με την σκληρότητα του κυνηγού αλλά ο κόσμος ήταν σκληρός, δεν ήταν ομόνος άκαρδος. Ο ξυλοκόπος όμως, πάντα προσπαθούσε να διορθώσει τις αδικίες που έπεφταν στην αντίληψή του. «Θα βρω την Μπέμπα μικρούλη μην ανησυχείς και θα στη φέρω πίσω γερή και δυνατή, αλλά θα μου υποσχεθείς κάτι πρώτα: Θέλω να μου υποσχεθείς ότι δε ξεχάσεις ποτέ ότι εμείς οι άνθρωποι κρινόμαστε από την καλοσύνη που δείχνουμε σε αυτούς που έχουν την ανάγκη μας, όχι από αυτή που δείχνουμε στους αφέντες μας.» Ο μικρός συγκατένευσε κουνώντας το κεφάλι του ζωηρά και η ελπίδα άναψε σπίθες στα μάτια του.

Τότε ο λευκός αρκουδόσκυλος του ξυλοκόπου άρχισε να γαβγίζει ζωηρά και να χοροπηδάει γεμάτος ένταση, τρέχοντας προς την πόρτα. Ο ξυλοκόπος κοίταξε έξω από το τζάμι και αντίκρισε το πιο περίεργο θέαμα της ζωής του. Αλεπούδες, λαγοί, ασβοί, σκίουροι, πουλιά, ζουζούνια, μέχρι και λύκοι, σε μια μεγαλειώδη πορεία, είχαν ανοίξει ένα μονοπάτι πάνω στο χιόνι για να φέρουν την ετοιμόγεννη κυνηγοσκυλίτσα στην ασφάλεια της καλύβας του. Μόλις τα άγρια ζώα αντιλήφθηκαν τον ξυλοκόπο πίσω από το τζάμι έγιναν καπνός. Είχαν φέρει σε πέρας την αποστολή τους κι έπρεπε τώρα να γυρίσουν στις φωλιές τους.

«Γεια σου Μπέμπα! Καλά γεννητούρια! Να κάνεις τα παιδάκια σου καλόψυχα σαν κι εσένα!», είπε ο γερο – λαγός κι έγινε καπνός. «Γεια σας φίλοι μου, δε θα ξεχάσω ποτέ την καλοσύνη σας», είπε και η σκυλίτσα έτοιμη να σωριαστεί κάτω από την κούραση. Ο ξυλοκόπος βγήκε τρέχοντας έξω και άρπαξε το κατάκοπο ζωάκι. Το απίθωσε σε ένα καλάθι στρωμένο με μάλλινα και του έβαλε νερό να πιει και ένα πιάτο φαγητό, αυτό που θα έτρωγε ο ίδιος. Ο πιτσιρίκος που πριν λίγο έκλαιγε απελπισμένος, είχε αγκαλιάσει την σκυλίτσα και είχε χωθεί στο καλάθι μαζί της μην πιστεύοντας ότι ήταν δίπλα του.

Η μέρα έγινε νύχτα και το χιόνι δεν επέτρεψε καμία έξοδο από την καλύβα. Το παιδάκι κοιμήθηκε πάνω σε μια χοντρή φλοκάτη σκεπασμένο με μια βελέτζα με το σκυλάκι δίπλα του, ενώ ο ξυλοκόπος ετοίμαζε στη στόφα το φαγητό για την επόμενη ημέρα.

Το επόμενο πρωινό, η καλύβα ήταν γεμάτη από τις φωνούλες των οκτώ νεογέννητων κουταβιών που θήλαζαν από την χορτασμένη μάνα τους, μέσα στη ζεστή ασφάλεια της καλύβας. Ο σκύλος του ξυλοκόπου, μαλλιαρός και επιβλητικός σαν αρχαίος τετράποδος θεός, παρέστεκε όλο το βράδυ στην αγωνία της μάνας και είχε από μόνος του πάρει το ρόλο του στοργικού πατέρα.

Όταν όλοι είχαν ξυπνήσει και ανάσαιναν αχόρταγα την αισιοδοξία που γεννά η πνοή της νέας ζωής, ένας χτύπος στην πόρτα τους έκανε να ξαφνιαστούν. Ο ξυλοκόπος πετάχτηκε όρθιος πριν από το σκύλο του που είχε αγριέψει και έδειχνε τα δόντια του. Μισάνοιξε την πόρτα και μπήκαν μέσα ο κυνηγός με τη γυναίκα του και τα δυο τους μεγάλα παιδιά. «Σε ψάχναμε όλη μέρα και όλη η νύχτα, γιατί έφυγες παιδί μου;» ρώτησε η μαμά αλαφιασμένη το παιδάκι της και αμέσως μετά τσίριξε από διπλή χαρά «Μπέμπα μου! Κι εσένα σε ψάχναμε! Κι εσένα και τα μωρά σου!» Ο μικρός κοίταξε τον πατέρα του που έσκυψε το κεφάλι γεμάτος ντροπή. Όλα τα βλέμματα είχα στραφεί επάνω του, στην αρχή έκπληκτα και μετά απογοητευμένα και τα λόγια, άφατα αλλά ξεκάθαρα, έμοιαζαν να εκτοξεύονται από τα στόματα όλων επάνω του, σαν βέλη. «Πώς μπόρεσες;»

Ο κυνηγός έσκυψε στο καλάθι της σκυλίτσας που για λίγο φοβήθηκε, αλλά μόνο για μια στιγμή. «Συγγνώμη…» της είπε συντετριμμένος.
«Συγγνώμη», είπε και στο μικρό του γιο και τον αγκάλιασε έτοιμος να καταρρεύσει. «Συγγνώμη από όλους σας και ας ευχηθούμε καλά Χριστούγεννα! Ας γίνει η σημερινή ημέρα, η αρχή για μια καινούρια ζωή. Έσφαλα το αναγνωρίζω και ντρέπομαι πολύ για τον πόνο που προκάλεσα. Θα γίνω καλύτερος άνθρωπος, το υπόσχομαι. Συγγνώμη Μπέμπα κι από σένα κι από τα μωρά σου.» Η ειλικρινής του μετάνοια μαλάκωσε τα πρόσωπα και ζέστανε τις καρδιές γεμίζοντάς τις ελπίδα.

Η Μπέμπα κούρνιασε βολικά κάτω από το χνώτο του μεγάλου σκύλου και κουλουριάστηκε γύρω από τα οκτώ θαύματα της ζωής που είχε φέρει στο κόσμο.

«Καλά Χριστούγεννα!», έλεγαν όλοι γύρω της και αγκαλιάζονταν συγκινημένοι ενώ αυτή, ζεστή, χορτασμένη και ασφαλής, χουζούρευε στης αγάπης τα λημέρια.

Βρείτε μας στο facebook

Πρόσφατα Άρθρα

Δείτε ακόμα

Copyright © 2017- 2024 PawFinder.gr | All rights reserved | Όροι Χρήσης
error: Το περιεχόμενο προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα