Το ερωτηματικό

Το ερωτηματικό

Ήταν κάποτε ένα ερωτηματικό που συνάντησε μια πρόταση και μαζί κόλλησαν κι έκαναν παρέα. Ταξιδεύοντας πάντα μαζί συνάντησαν κι άλλες προτάσεις, αντάμωσαν τελείες, κόμματα, θαυμαστικά και πολλές πολλές λέξεις που ήρθαν και έγιναν φιλαράκια με τις προτάσεις και τις εμπλούτισαν και τις χρωμάτισαν και τις ομόρφυναν πολύ. Κι όταν έγιναν πολλοί συνάντησαν μια παράγραφο και τους είπε πως να μπουν για να έχουν μια όμορφη διάταξη και να βγάζουν νόημα.

Όλοι μαζί μια πανέμορφη και ταχτοποιημένη παράγραφος, αναρωτιούνταν πως θα συνεχίσουν στο εξής γιατί όσο πήγαιναν στα κουτουρού μερικές λέξεις έπεφταν από τη θέση τους κι έμπαιναν αλλού, μερικά σημεία στίξης τα έτρωγαν τα σπουργίτια κι εξαφανίζονταν και με τον τρόπο αυτό άλλαζαν νοήματα, μίκραινε η παράγραφος, άλλαζε μορφή και τίποτα δεν ήταν σίγουρο.

Εκείνη την κρίσιμη στιγμή ένα φρρ φρρ έκανε τα κεφάλια να γυρίσουν και όλοι είδαν μια λευκή σελίδα να ανεμίζει σα σημαία στο ελαφρύ αεράκι. «Εκεί θα πάμε!» φώναξε η παράγραφος και όλοι μαζί όρμησαν πάνω στην κατάλευκη και αδειανή σελίδα. Αυτή παραλίγο να σκιστεί από την ορμή που δέχτηκε αλλά άντεξε και μετά από την πρώτη σαστισμάρα, χαμογέλασε ευχαριστημένη. Ναι επιτέλους, αποκτούσε νόημα η ύπαρξή της, είχε φίλους, είχε παρέα, είχε κάτι να πει. Τέλος η βουβαμάρα και η ανία.

Την ίδια στιγμή ο αέρας έφερνε από παντού σελίδες γεμάτες με παραγράφους και με προτάσεις και με λέξεις που μιλούσαν ασταμάτητα σαν κίσσες πάνω στο δέντρο μέχρι που μπήκαν η μία δίπλα στην άλλη και ταίριαξαν τα νοήματα κι έκαναν ένα βιβλίο.

Ήταν σκοτεινά όταν ένας άνθρωπος πήρε το βιβλίο στα χέρια του κι άρχισε να διαβάζει με δυσκολία την πρώτη παράγραφο. Ήταν αρκετό για να σκιστεί το σκοτάδι στα δύο, να ανοίξουν πόρτες και παράθυρα σε κόσμους που δεν υπήρχαν μέχρι εκείνη τη στιγμή, να χυθεί φως και να ξορκίσει τα φαντάσματα που κρύβονταν στα σκοτεινά και να δώσει φτερά στο βαρύ κι ασήκωτο εδώ και τώρα της ανθρώπινης ζωής.

Και μετά το βιβλίο πέρασε στα χέρια του διπλανού και μετά στα χέρια του παραδιπλανού κι έτσι έφτασε κάποια στιγμή μετά από πολλά χρόνια να βρίσκεται μέσα σε μια πλεχτή κόκκινη μπότα πάνω από το τζάκι, τυλιγμένο σε γυαλιστερό χαρτί και στολισμένο με χρυσαφιά κορδέλα. Μετά από χαρούμενα πάρτυ και συγκεντρώσεις με αγαπημένους κατέληξε ανάμεσα στα αφράτα χεράκια ενός παιδιού και στα μαλλιαρά μάγουλα του σκύλου του.

«Και που λες Τσίκο μου, ο ταλαίπωρος σκυλάκος χώθηκε μέσα στις κουβέρτες του και μέσα σε μια ώρα ξέχασε ότι πριν μερικές ώρες ήταν αδέσποτος. Κι αυτοί περάσαν καλά κι εμείς καλύτερα…» , είπε ο μικρούλης και έκλεισε το βιβλίο. Ο Τσίκο με μάτια μισόκλειστα, χώθηκε κάτω από την κουβέρτα και έβαλε το ποδαράκι του στο στήθος του μικρού του φίλου. «Κι όλα άρχισαν με ένα ερωτηματικό!», μουρμούρισε μέσα από τα μουστάκια του.

«Καλή χρονιά Τσικούλη, κοιμήσου τώρα, σ’ αγαπώ!»

Το κείμενο υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα.
Απαγορεύεται η δημοσίευση μέρους ή του συνόλου της ιστορίας χωρίς αναφορά στην πηγή.

Βρείτε μας στο facebook

Πρόσφατα Άρθρα

Δείτε ακόμα

Copyright © 2017- 2024 PawFinder.gr | All rights reserved | Όροι Χρήσης
error: Το περιεχόμενο προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα