Ο φύλακας των Ευχούληδων

Ο φύλακας των Ευχούληδων

Ήμουν παρών στα γεγονότα, εκείνη την ημέρα που η απειλή χτύπησε την πόρτα, στην αποικία των μικροσαλίγκαρων. Ήμουν παρών, παρατηρητής στην αρχή αλλά στη συνέχεια…Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή…

Πρωί Κυριακής και οι περιπατητές δεν μας αφήνουν στην ησυχία μας. Βήματα από τη μία, φωνές από την άλλη, χερούκλες που απλώνονται να κόψουν λουλούδια και κλαδάκια, ποδάρες που κλωτσούν χαρτιά και αλουμινένια κουτάκια αντί να τα μαζεύουν…Δεν είναι ζωή αυτή για εμάς, τους φυσιολάτρεις σκύλους, που θέλουμε λίγο να ξαποστάσουμε στην εξοχή με ηρεμία.

Κι εσύ ρε φίλε που θες να μου προσφέρεις φαγάκι- ευχαριστώ θερμά!- άστο και φύγε, δε θέλω απαραίτητα να μου τραβήξεις και τα μάγουλα. Θυμάσαι τις θείες που όταν ήσουν μικρός σου τσιμπούσαν τα αφράτα μαγουλάκια για να κοκκινήσουν; Ε, κάπως έτσι νιώθω κι εγώ όταν με ζουλάς χωρίς έλεος. Έφυγα από το θέμα όμως κι επανέρχομαι τάχιστα.

Εσείς οι άνθρωποι καμώνεστε ότι ξέρετε πολλά αλλά στην ουσία δεν ξέρετε τίποτα. Για παράδειγμα, δεν ξέρετε ότι υπάρχουν ξωτικά σαλιγκαράκια που λέγονται επιστημονικά μικροσαλίγκαροι αλλά εμείς, οι γνώστες της μαγικής μας κυρά- Φύσης, τα λέμε Ευχούληδες, γιατί κάθε ένα καλυφωτό ατομάκι, είναι μια καμουφλαρισμένη ευχή που βρίσκει καταφύγιο σε ένα μικροσκοπικό, σχεδόν αόρατο, σαλιγκαράκι μέχρι να έρθει η κατάλληλη στιγμή να βγει από το καβούκι της και να ξεδιπλώσει το θαύμα της.

Δεν το ξέρατε; Ήμουν σίγουρος. Οι Ευχούληδες λοιπόν, μαζεύονται πολλοί μαζί και κάνουν αποικίες γιατί υπάρχουν κάτι μικροσαλιγκαρόσκυλα – σαν του λόγου μου- που φροντίζουμε να μένουν οι συγκεντρωμένες ευχές σας σώες κι ανέγγιχτες, μέχρι να έρθει η ώρα να πραγματοποιηθούν. Εμείς είμαστε φύλακες δηλαδή και γι αυτό δε θέλουμε και πολλά πολλά με τους ανθρώπους. Τέλος πάντων και για να μην πλατιάζω η δική μου αποικία ήταν σε ένα παγκάκι, καμουφλαρισμένη τόσο καλά, που μόνο ένα εκπαιδευμένο μάτι μπορούσε τη διακρίνει. Έτσι πρέπει να είναι όλες, κρυμμένες, γιατί οι άνθρωποι είστε περίεργοι κι ότι βλέπει το ματάκι σας το καταστρέφει το χεράκι σας. Σκεφτείτε λοιπόν τι θα γινόταν, αν όλες οι ευχές καταστρέφονταν για πλάκα. Για κακή μου τύχη, το εκπαιδευμένο μάτι που έλεγα εμφανίστηκε εκείνο το πρωί. Μικρόσωμη, με ανοιχτόχρωμα μαλλιά, φουντωτά σα σύννεφο και με καλοσυνάτα μάτια. Δε θα είχε προκληθεί ταραχή γιατί η κοπέλα που πλησίασε το παγκάκι φαινόταν καλόκαρδη αλλά αυτό που ακολούθησε πυροδότησε μια αλληλουχία γεγονότων που παραλίγο να κοστίσει τη ζωή της μικροσαλιγκαροαποικίας.

Η κοπέλα έπιασε ένα βαρύ και μεγάλο πράγμα που κρεμόταν από το λαιμό της σαν αιώνια καταδίκη και το έστρεψε προς την αποικία. Κι από δω κι από κει και γύρω γύρω και πάνω κάτω και κλικ και πάλι κλικ και ξανά μανά κλικ κλικ. Οι Ευχούληδες άρχισαν να τρομάζουν. Εγώ άρχισα να πανικοβάλομαι. Γιατί σημάδευε η κοπέλα την αποικία; Τι ήθελε από τους φίλους μου; Πετάχτηκα μπροστά της κι άρχισα να γαβγίζω. Έγινα άγριος, έγινα κακός έγινα ένας τρομοκράτης. Αυτή, ατρόμητη, γύρισε προς εμένα κι άρχισε να μου κάνει κλικ κλικ. Καλά δεν έπαθα και τίποτα. Κι όχι μόνο αυτό, μου είπε κιόλας «Καλά μπούλη σε ακούσαμε, σταμάτα τώρα!». Ποιον είπες μπούλη κυρά μου; «Πρόσεξε μην τρομάξεις τους Ευχούληδες», μου είπε και με άφησε κάγκελο. Ένα απορημένο «γαβ» ήταν το μόνο που μπόρεσα να πω. «Τι, νόμιζες ότι μόνο εσύ ξέρεις;», συνέχισε απτόητη. «Κοίτα να δεις τι θα κάνω», μου είπε και πλησίασε το σημείο που σημάδευε – φωτογράφιζε είπε η ίδια- πριν λίγο. Κοντοζύγωσα κι εγώ κοιτώντας τη σα χάνος. Αυτή άπλωσε τα χέρια της και σχημάτισε έναν νοητό κύκλο γύρω της. Αμέσως κάτι παράξενο συνέβη κι όλα έμοιαζαν να πηγαίνουν αργά, ο χρόνος, ο ήχος από τα γαβγίσματά μου, μέχρι και ο φόβος μου έφτανε πολύ αργά στην καρδιά μου. Η κοπέλα με κοιτούσε γλυκά κι ένα χρυσαφί χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό της μυστηριωδώς. Αυτό με έπεισε ότι κάτι καλό θα συνέβαινε, γιατί τόσο φως, για κακό δεν θα ήταν. Ηρέμησα λοιπόν και στάθηκα δίπλα της για να δω ποιο ήταν το νόημα όλων αυτών των εντυπωσιακών εφέ.

Πλησίασε στην αποικία και με κοίταξε καθησυχαστικά γιατί εγώ δεν είχα ποτέ ξαναφήσει κανέναν να πλησιάσει τόσο πολύ τους Ευχούληδες. Έβαλε τα χερια της πάνω από την αποικία και την έκλεισε μέσα στις παλάμες της. Μικρή ήταν ούτως ή άλλως. Αμέσως πίδακες φωτεινοί άρχισαν να ξεπηδούν ανάμεσα από τα δάχτυλά της και σε λίγο δε φαίνονταν καν τα χέρια της, μόνο μια μπάλα από χρυσαφένιο φως που κάλυπτε τις παλάμες της και η περίμετρός της έφτανε ως εμένα. Αυτό κράτησε για λίγο και σιγά σιγά η λάμψη άρχισε να υποχωρεί μέχρι που το μόνο που έμεινε ήταν το φως του ήλιου, που μετά από αυτό που είχα ζήσει μου φαινόταν φτωχό.

Άνοιξε τα χέρια της και τα κελύφη από τους μικροσαλίγκαρους έπεσαν κάτω κενά και αβαρή. «Κάποιοι σήμερα θα γίνουν πολύ χαρούμενοι», είπε και μου έκλεισε το μάτι. «Θα ξανάρθω σε λίγο καιρό, ελπίζω να σε ξαναδώ», ψιθύρισε τραγουδιστά και εξαφανίστηκε ανάμεσα στα δέντρα. Εγώ είχα μείνει άγαλμα να σκέφτομαι τους Ευχούληδες που είχαν πετάξει για να εκπληρώσουν το λόγο της ύπαρξής τους. Κοίταξα το σημείο που πριν λίγο υπήρχε ολόκληρη μικροσαλιγκαροαποικία. Ένα μικροσαλιγκαράκι, καινούρια άφιξη, είχε κολλήσει στο ξύλο. Κι άλλο ένα ήρθε και κόλλησε κι εκείνο και μετά άλλο ένα κι άλλο ένα…

Μέχρι το βράδυ η αποικία ήταν πάλι εκεί, με καινούριους ενοίκους που κουβαλούσαν στην υπαρξή τους κι από μια ευχή ο καθένας. «Ρε λες να πιάνει και για μένα;», σκέφτηκα από μέσα μου και κούνησα τα αυτιά μου με δύναμη. Τότε ο δικός μου Ευχούλης πετάχτηκε από το πουθενά και κόλλησε πάνω στους άλλους. Εγώ, κουρασμένος λίγο και σίγουρα πολύ φορτισμένος από όσα είχαν συμβεί, έπεσα βαρύς και πήρα έναν υπνάκο, ήσυχος πια, αφού κι ο δικός μου μικροσαλίγκαρος είχε πάρει τη θέση του στην αποικία των ευχών.

Κοντεύουν Χριστούγεννα, είμαι ξαπλωμένος πάνω σε μια χνουδωτή φλοκάτη που μου γαργαλά τη μύτη αλλά εγώ δεν κουνιέμαι ρούπι, μη και γίνει καμιά στραβή και εξαφανιστεί κι η φλοκάτη κι εγώ μαζί. Το σπίτι μοσχομυρίζει κουλουράκια κι έχω καβατζώσει κρυφά ένα, για να το μασουλήσω όταν φύγει η κυρά μου.

Δεν περίμενα πολύ, ίσως 2 με 3 μήνες και η κοπέλα με τα συννεφένια μαλλιά ξαναήρθε και έβγαλε το μαγικό της φακό – αυτός μου είπε ήταν η πηγή της δύναμής της – κι έκανε τις ίδιες κινήσεις με την προηγούμενη φορά. Κοιτούσα εκστατικός γιατί τώρα ήξερα ότι εκεί μέσα γαντζωμένος, ήταν κι ο δικός μου Ευχούλης. Δυο ημέρες αργότερα η ανθρώπινη μαμά μου ανέβηκε στο λόφο για πεζοπορία και μόλις με είδε μου είπε ότι πάντα ευχόταν να βρει έναν σκύλο σαν κι εμένα. «Κι εγώ εσένα έψαχνα!», της είπα και αφέθηκα στην αγκαλιά της.

Υ.Γ Εγώ μπορεί να τη βόλεψα αλλά εκεί έξω είναι πολλοί σαν κι εμένα που δεν ξέρουν ότι αν κουνήσουν τα αυτιά τους μπορούν να στείλουν τον Ευχούλη τους σε κάποια κοντινή αποικία. Γι αυτό ρίξτε τη ματιά σας στους ανήμπορους και στους αδύναμους της ζωής, είτε έχουν 2 είτε έχουν 4 πόδια. Εγώ επειδή είμαι τετράποδος σας βάζω σκυλοlink για να δείτε κι άλλα σκυλάκια που έχουν ανάγκη την αγάπη και την φροντίδα σας.

Με αγάπη

Ο πρώην φύλακας των Ευχούληδων και νυν βουτυρόσκυλος.

Βρείτε μας στο facebook

Πρόσφατα Άρθρα

Δείτε ακόμα

Copyright © 2017- 2024 PawFinder.gr | All rights reserved | Όροι Χρήσης
error: Το περιεχόμενο προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα