Ρόδα είναι και πετάει!

Ρόδα είναι και πετάει!

Μια φορά κι έναν καιρό, πριν από πολλά πολλά χρόνια, τότε που στον ουρανό υπήρχαν ακόμη μυστικά μονοπάτια ίδιοι σαλιγκαρόδρομοι που οδηγούσαν σε μέρη μαγικά κι ονειρεμένα, συνέβη ένα μοναδικό γεγονός που ξάφνιασε την οικουμένη. Βρέθηκε επιτέλους, μετά από πολύ καιρό, ο μεγάλος νικητής στον διαγωνισμό που είχε κυρήξει ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης των ουρανών , ο μεγαλόπρεπος αετός κυρ- Χρυσόφτερος Χρυσομύτης. Ο διαγωνισμός, ένας συνδυασμός από αινίγματα, ερωτήσεις γνώσεων, δοκιμασίες παρατηρητικότητας και αντοχής, αποτελούσε γεγονός επί έναν χρόνο που εξελισσόταν και είχε ένα μυστικό και δια βίου έπαθλο. Είχαν ανταγωνιστεί χιλιάδες άτομα από όλα τα έμβια είδη και από όλα τα μέρη του κόσμου : Πιγκουίνοι από το Βόρειο Πόλο, γαζέλες από την Αφρική, αρκούδες από την Κίνα, ποντίκια, σκύλοι, γάτες, πτηνά και γενικά ό,τι ζώο περπατούσε ή πετούσε στη γη και φυσικά, άνθρωποι από όλες τις φυλές και ηπείρους. Οι άνθρωποι αποκλείστηκαν πρώτοι και από την τσατίλα τους, δεν αναπαρήγαγαν το γεγονός, για να μην καταγραφεί στην ιστορία η ταπείνωσή τους.

Μετά από πολλές δοκιμασίες και αντιπαραθέσεις -όχι πάντα κόσμιες- ένας στέφθηκε νικητής με δάφνες και τιμές, μπροστά στο πετρωμένο από έκπληξη κοινό το οποίο, μετά από το πρώτο ξάφνιασμα, ξέσπασε σε έξαλλα πανηγύρια. Και ο νικητής ήταν ο Αρούκας, όπου Αρούκας ήταν ένας σκύλος που κάθε άλλο παρά νικητής έμοιαζε. Χαλαρά μάγουλα, αυτιά μακριά, σάλια που έτρεχαν από χαρά, από θλίψη, από κούραση, από οτιδήποτε, μάτια μισόκλειστα από βαρεμάρα (χμμμ έτσι νομίζεις….), πόδια που όλο κάπου μπλέκονταν και μια ουρά που κουνιόταν σαν μαγικό ραβδάκι νεράιδας. Ο Αρούκας, μαγεμένος από την καθολική αποδοχή που για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε, έκλαψε από συγκίνηση και με πολλή περηφάνια – και με την δέουσα επιφύλαξη και απόσταση- έλαβε το φάκελο με το δώρο του από τον κυρ- Χρυσόφτερο Χρυσομύτη.

Το κοινό που είχε γεμίσει μια ολόκληρη κοιλάδα, με κομμένη την ανάσα περίμενε από τον Αρούκα να διαβάσει την επιστολή του Ηγέτη και να αποκαλύψει το δώρο του. Ο σκυλάκος, καθισμένος πάνω στο κεφάλι μιας καμηλοπάρδαλης για να τον βλέπουν όλοι, άρχισε να διαβάζει: «μπλα μπλα μπλα και ξανά μπλα μπλα μπλα…. η θητεία μας θα κριθεί στις επερχόμενες εκλογές …μπλα μπλα μπλα, όπου ο κ. Γεράκης θα θέσει υποψηφιότητα απέναντί μας, για να αλλάξει όπως ισχυρίζεται τους συσχετισμούς δυνάμεων μπλα μπλα μπλα….αλλά οι κοινωνικές αδικίες μπλα μπλα μπλα…», τα κεφάλια έγερναν… οι ώμοι βούλιαζαν… Μα αυτό ήταν προεκλογική ομιλία του κυρ- Χρυσόφτερου από το στόμα του Αρούκα! «Το δώρο που προσφέρουμε στο νικητή…» Επιτέλους! Τα μάτια στρογγύλεψαν από προσμονή, οι ανάσες φυλακίστηκαν στα πνευμόνια, οι λαιμοί τεντώθηκαν στα όρια τους… « είναι απεριόριστες διακοπές στα καλύτερα θέρετρα του ουρανού!» (πρώτος έξαλλος πανηγυρισμός) «με δωρεάν φαγητό και νερό!» (δεύτερος έξαλλος πανηγυρισμός), «με μαλακά κρεβάτια και στρωσίδια που θα αλλάζονται κάθε μέρα!» (τρίτος έξαλλος πανηγυρισμός), «ελεύθερο pooping χωρίς παρατηρήσεις!» (εδώ χάθηκε ο έλεγχος στους πανηγυρισμούς), « και διαμονή σε όποιους εξοχικούς, ουράνιους προορισμούς επιθυμεί ο νικητής, όπου και επιτρέπεται η διαμονή για αόριστο χρονικό διάστημα, ακόμη και δια παντός.»

Στην κοιλάδα, το ασυγκράτητο πλήθος είχε βρει την αφορμή για να επιδοθεί σε φρενήρεις πανηγυρισμούς, άσχετα που κανείς δεν ήξερε τον Αρούκα. Όταν κάτι σημαντικό συμβαίνει τότε είναι μια καλή ευκαιρία για εκδηλώσεις χαράς ή χμμμ .. εκτόνωσης.

«Όροι και προϋποθέσεις….», συνέχισε ο Αρούκας αλλά κανείς δεν τον άκουγε πια. Μέχρι και η καμηλοπάρδαλη τον είχε πετάξει κάτω από την χαρά της και πανηγύριζε για την νίκη του, ενώ κόντευε να τον ποδοπατήσει. Ο Αρούκας μάζεψε τα κουράγια του και την πολύτιμη νηκητήρια επιστολή με το βραβείο του κι άφησε τον όχλο να πανηγυρίζει για κάτι που δεν αφορούσε κανέναν άλλον, παρά μόνο αυτόν. Με κόπο πέρασε ανάμεσα από πόδια, ουρές, οπλές, φτερά, νύχια κλπ κλπ, μέχρι που βρήκε μια τρύπα στο βουνό και χώθηκε μέσα για να σωθεί από την τρέλα. Παραλίγο θα του είχαν σκίσει τον πολύτιμο φάκελο, ευτυχώς είχε καταφέρει να ξεφύγει. Ακούγοντας από μακριά τώρα τον ορυμαγδό, κάθισε βολικά για να διαβάσει αυτό που έλεγε «όροι και προϋποθέσεις». Τι ήταν αυτό άραγε;

«Για τη μετάβαση στα θέρετρα της επιλογής σας, το μεταφορικό μέσο είναι ευθύνη του νικητή και ουδεμίαν υποχρέωση έχουμε αναλάβει ως διοργανωτές του διαγωνισμού, να παρέχουμε πρόσβαση, σε οποιοδήποτε πλάσμα αναδειχθεί νικητής.» Τελεία και παύλα. Πάπαλα. Και πως δηλαδή κυρ- Χρυσόφτερε Χρυσομύτη θα πάει ο φτωχός Αρούκας στις ονειρεμένες διακοπές που κέρδισε, στον ουρανό; Με πύραυλο; Αφού ακόμη δεν έχει εφευρεθεί! Καβάλα σε κάποιο πουλί; Τα πουλιά, η αλήθεια είναι, δε χάρηκαν καθόλου με τη νίκη ενός θηλαστικού. Άρα τι δώρο ήταν αυτό; Δώρο άδωρο, άχρηστο και φιγουρατζίδικο, μόνο για να κερδίσει εντυπώσεις και ψήφους ο κυρ- Χρυσόφτερος Χρυσομύτης και να εκτονωθεί σε πανηγύρια ο λαός.

Ο Αρούκας στην αρχή απογοητεύθηκε, μετά θύμωσε και μετά έβαλε τα κλάματα. Ήθελε τόσο πολύ να ταξιδέψει σε αυτά τα εξωτικά μέρη που μάθαινε μόνο στα παραμύθια ότι υπάρχουν. Τα σάλια του έγιναν μια λίμνη μαζί με τα δάκρυά του και κύλησαν καυτά και τόσο πικρά όσο η απογοήτευση στην καρδιά του. Μετά σκέφτηκε ότι δε θα μπορούσε να ξεμυτίσει ποτέ από την τρύπα του. Όλοι τον είχαν δει να ανακοινώνει το δώρο του και με τον ίδιο τρόπο που πανηγύρισαν για τη νίκη, αύριο θα τον χλεύαζαν που ήταν ανίκανος καρπωθεί το έπαθλο. Άρα «μαϊμού» κι ανάξιος ο νικητής. Δε θέλει και πολύ να γυρίσει ο όχλος και από χάδια να δίνει σφαλιάρες. Και άλλα κλάματα από την αρχή και μετά πάλι το ίδιο. «Καταραμένο δώρο!», σκέφτηκε ο σκυλάκος κι αποκαμωμένος ξάπλωσε στη δροσερή πέτρα όπου αποκοιμήθηκε γρήγορα.

Δεν κατάλαβε πόσες ώρες κοιμόταν αλλά ξύπνησε από ένα φρουφρούδιασμα κάτω από το δεξί αυτί του. Σηκώθηκε, τίναξε τις αυτάρες του και μαζί με τα δάκρυά του εκτοξεύτηκαν απέναντι κάμποσα μικρά ποντικάκια που είχαν χωθεί από κάτω για να ζεσταθούν. Ευτυχώς δεν υπήρξαν τραυματισμοί. «Παιδιά συγγνώμη δε σας πήρα χαμπάρι, τρόμαξα. Είστε όλοι καλά;», ρώτησε ο καλόκαρδος Αρούκας με αγωνία. «Όλοι καλά φιλαράκο μας νικητή, μη φοβάσαι», είπε ο ένας που μάλλον ήταν ο αρχηγός της ομάδας. «Τι νικητής….», είπε ο Αρούκας με τα μάτια κατακόκκινα από το κλάμα και τον ύπνο και άρχισε να διηγείται το πάθημά του στα ποντικάκια που κοιτούσαν με τα τα μάτια γουρλωμένα και τα αυτιά τεντωμένα. «Οπότε νίκη υπάρχει, βραβείο όμως, πρακτικά δεν υπάρχει», κατέληξε ο Αρούκας.

Ο αρχηγός των ποντικιών ο κυρ- Τυρούλης, αναστέναξε… «Ουφ πια με αυτούς τους μεγάλους, βαρέθηκα τις αδικίες τους κι ακόμη περισσότερο βαρέθηκα τη βλακεία του κόσμου. Μην κλαις Αρούκα. Μείνε εδώ, θα σου φέρουμε φαγάκι και νερό και θα σκεφτούμε τι θα κάνουμε». Και όντως, η ποντικο-ομάδα έφυγε, ξαναήρθε με εφόδια και ξανά έφυγε, για να σκεφτούν μια λύση για τον καλοκάγαθο Αρούκα που είχε βρεθεί σε αυτήν την δύσκολη θέση, παρότι νικητής.

Μετά από λίγες ημέρες ο κυρ- Τυρούλης επανήλθε με ένα χαμόγελο ως τα αυτιά. «Τάξε μου Αρούκα! Βρήκαμε τη λύση. Θα πας στις διακοπές σου και δε θα σε κοροϊδέψει κανένας ξανά. Κι εμείς θα έρθουμε μαζί σου και κανείς δε θα σου πει κουβέντα». «Αλήθεια;» είπε όλο χαρά ο σκυλάκος , «για πείτε μου θα με φάει η αγωνία!»

Τα ποντικάκια μαζεύτηκαν κι άρχισαν να σπρώχνουν κάτι μεγάλο και στρογγυλό που όσο το έσπρωχναν, τόσο κυλούσε αβίαστα. «Κοίτα Αρούκα, αυτή είναι μια ρόδα. Βλέπεις που έχει ακτίνες και από τη μέσα μεριά είναι κοίλη; Στηρίξαμε ένα καθισματάκι για σένα και στο κοίλο μέρος θα τρέχουμε εμείς για να δίνουμε κίνηση στη ρόδα. Έτσι θα πετάξουμε όλοι μαζί και θα πάμε σε αυτόν τον ονειρεμένο τόπο διακοπών που μας περιμένει. Τι λες;». Ο Αρούκας δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει πρώτο, να γελάσει ή να κλάψει από χαρά ή ίσως πρώτα να αγκαλιάσει την ποντικο – ομάδα και να κάνει μετά ότι του κατέβει. Τελικά τα ποντικάκια πήδησαν επάνω του χαρούμενα και όλοι μαζί κυλίστηκαν στο χώμα, ενθουσιασμένοι για το μελλοντικό τους ταξίδι.

Όταν έφτασε η μεγάλη μέρα, ο Αρούκας ανέβηκε στη ρόδα του και τα ποντικάκια μπήκαν στο κοίλο μέρος της ρόδας κι άρχισαν να τρέχουν με ενθουσιασμό. Η ρόδα κύλησε στην πέτρα γρήγορα κι ύστερα πιο γρήγορα, μέχρι που έφυγε από το έδαφος κι άρχισε να σκίζει τον ουρανό. Στην κοιλάδα το πάρτυ χαράς είχε ξεθυμάνει πια και το πλήθος σουλατσάριζε άσκοπα, μέχρι που κάποιος αντιλήφθηκε τη ρόδα στον αέρα κι άρχισε να φωνάζει. «Ο Αρούκας πετάει! Τα κατάφερε!» Και πάλι από την αρχή ξεκίνησε ο ξεσηκωμός που κατέληξε σε ομαδική παράκρουση. Τα ποντικάκια τραγουδούσαν με δύναμη και ο Αρούκας ένιωθε τον αέρα να τους σηκώνει πιο ψηλά και πιο ψηλά. Μετά από την επίτευξη της μέγιστης δυνατής επιτάχυνσης, τα ρεύματα του αέρα ανέλαβαν δράση και πριν καν κουραστούν τα ποντικάκια, η ρόδα είχε μπει σε έναν σαλιγκαρόδρομο που οδηγούσε χωρίς κόπο σε ένα προορισμό γεμάτο ομορφιές και χάρη. Όταν έφτασαν, ο Αρούκας κατέβηκε από το καθισματάκι του και τα ποντικάκια βγήκαν από τη ρόδα. Στην αρχή διερευνητικά μετά με ενθουσιασμό, ξεχύθηκαν στην ελεύθερη γη όπου η τροφή βρισκόταν παντού, ο ύπνος ήταν και με τα δυο μάτια κλειστά και ο καιρός πάντα ευνοϊκός.

Κάμποσους μήνες αργότερα, ο Αρούκας και οι ποντικοφίλοι του, αγκαλιασμένοι κάτω από ένα ομπρελοσύννεφο, καθισμένοι βολικά πάνω σε μια νεφελοπετσέτα, έπαιζαν σκάκι με μια ηλιακτίδα και δυο παιδιά συννεφάκια. Η ρόδα ανάμεσα στις φυλλωσιές ενός παράξενου δέντρου είχε γίνει ο καμβάς για το αριστοτεχνικό υφαντό μιας αράχνης.

Πίσω στην κοιλάδα κανείς δε θυμόταν πια τον Αρούκα. Ο νεοεκλεγμένος ηγέτης του ουρανού , ο κυρ- Γεράκης Γαμψομύτης, είχε προκηρύξει καινούριο διαγωνισμό με «το καλύτερο δώρο που είχε δοθεί ποτέ στην ιστορία του κόσμου.»

Ο κόσμος είχε ανάγκη από ένα καινούριο θαύμα.

– – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – –

Το κείμενο υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα. Απαγορεύεται η δημοσίευση μέρους ή του συνόλου της ιστορίας χωρίς αναφορά στην πηγή.

 

Βρείτε μας στο facebook

Πρόσφατα Άρθρα

Δείτε ακόμα

Copyright © 2017- 2024 PawFinder.gr | All rights reserved | Όροι Χρήσης
error: Το περιεχόμενο προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα