Σιμούλης και Πρινς, μια διαστημική φιλία

Σιμούλης και Πρινς, μια διαστημική φιλία

Είναι τρομακτικό να χάνεις τον προσανατολισμό σου. Σκέψου να οδηγείς σε μια μεγάλη και άγνωστη πόλη, να σου χαλάσει ο πλοηγός και να χαθείς μέσα σε πολύβουες λεωφόρους, να σου κορνάρουν και να σου φωνάζουν θυμωμένοι οδηγοί κι εσύ να μην ξέρεις καν πού μπορείς να σταματήσεις για να πάρεις μια ανάσα. Φαντάσου τώρα να το πάθεις αυτό και να είσαι ένα προβατάκι, πόσο μάλλον ένα διαστημικό προβατάκι που αποφάσισες να κάνεις εκείνο το μακρινό ταξίδι στη Γη που όοοοολοι στον πλανήτη σου τον λένε «το προγονικό μας σπίτι».

Ο Σιμούλης, το προβατάκι, έβγαλε ένα μακρύ, τρομαγμένο «μπεεεεεεε» κι έκλεισε σφιχτά τα μάτια, καθώς το διαστημόπλοιό του έπεφτε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στην κουκκίδα που κανονικά έπρεπε να είναι η Ελλάδα, μια χώρα που είχε επιλέξει για τον ήλιο και τη ζέστη της, ως προορισμό στο μεγάλο και συναρπαστικό – όπως πίστευε- ταξίδι του. Κάθε φορά που υπέκυπτε στην περιέργεια και άνοιγε τα μάτια, έβλεπε μια τεράστια λευκή επιφάνεια σαν ένα παχύ στρώμα από ζάχαρη άχνη, να καλύπτει τα πάντα. Πού ήταν το πράσινο χρώμα των λιβαδιών και της εξοχής; Ήταν προφανές, είχε χαλάσει ο πλοηγός του διαστημόπλοιου και είχε χαθεί. «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν!» ψιθύρισε ο Σιμούλης επιδεικνύοντας μέχρι την τελευταία στιγμή την ευρυμάθεια του και αφέθηκε στη μοίρα του. Αλλά δεν ήταν η ώρα του ακόμη, ευτυχώς! Το διαστημόπλοιο χώθηκε σε ένα μεγάλο σωρό από αυτό το άσπρο πράγμα που ήταν μαλακό σαν τούρτα αμυγδάλου και σφήνωσε για τα καλά. Ο Σιμούλης άνοιξε με πολύ κόπο την πόρτα και ήρθε αντιμέτωπος με ένα κρύο που δεν είχε ξανανιώσει ποτέ του. Αυτό το άσπρο δεν ήταν ούτε τούρτα ούτε ζάχαρη άχνη, ούτε φελιζόλ, ήταν κάτι που στο σχολείο είχαν μάθει ότι λέγεται χιόνι. Το χιόνι ήταν κρύο κι αν βούλιαζες μέσα, μπορεί να σε έβρισκαν μόνο όταν έλιωνε, πολύ αργά δηλαδή.

Το καημένο το προβατάκι πήρε κουράγιο από το γεγονός ότι είχε επιβιώσει και άρχισε να σκάβει τούνελ για να βγει στην επιφάνεια. Μετά από αρκετή ώρα και έχοντας παγώσει μέχρι και το τελευταίο του κύτταρο, κατάφερε να αναδυθεί και να αναπνεύσει καθαρό και πολύ κρύο αέρα. «Πήγαινε στην Ελλάδα», του είχαν πει
για να χορτάσεις ήλιο και ζέστη». Τι ήθελε τα διαστημικά ταξίδια; Δεν του έφτανε ο δικός του πλανήτης; Ο ξακουστός Βελαζουάζ στον αστερισμό Χ345986D. Και να τώρα, μόνος κι έρημος σε ένα αφιλόξενο, κρύο και τρομακτικό μέρος που -υποτίθεται- θα ήταν ηλιόλουστο και φιλόξενο. Δεν είχε άλλη λύση, θα περπατούσε μέχρι να έβρισκε κάποιο ζωντανό πλάσμα για να ζητήσει βοήθεια.

Μετά από πολύ περπάτημα και εφόσον ήταν στα πρόθυρα της λιποθυμίας, αποφάσισε να εισβάλει σε μια αυλή. Θα προσευχόταν στη Φύση που τον είχε προστατεύσει μέχρι τότε και θα μπούκαρε απρόσκλητος, κι ότι ήθελε ας γινόταν. Σκαρφάλωσε λοιπόν στο χιόνι που έφτανε μέχρι το φράχτη ενός σπιτιού και τσουπ! πήδηξε μέσα απρόσκλητος. Χάρηκε μόνο για μια στιγμή γιατί αμέσως κατάλαβε πως δε μπορούσε να πηδήξει πάλι έξω. Στην αυλή δεν είχε συσσωρευμένο χιόνι για να σκαρφαλώσει και μάλλον είχε εγκλωβιστεί. Απελπισμένος, πεινασμένος και παγωμένος, βρήκε μια γωνιά λίγο πιο προστατευμένη, μαζεύτηκε, για να μην κρυώνει σαν εκατόχρονος παππούς κι άρχισε να κλαίει σα μωρό. Μετά από κάμποση ώρα, εξαντλημένος από το κλάμα, τον πήρε ο ύπνος μουρμουρίζοντας παρηγορητικά λόγια στον ίδιο του τον εαυτό.

Κάπου στο τρίτο ή τέταρτο όνειρο, αισθάνθηκε μια ζέστη ανάσα πάνω από το κεφάλι του. Κι άκουσε ένα επαναλαμβανόμενο «φλαπ φλαπ» και τον κατάβρεξαν σταγόνες στο πρόσωπο. Ο Σιμούλης άνοιξε τα μάτια διστακτικά και ήρθε αντιμέτωπος με ένα πλάσμα βγαλμένο από εφιάλτη. Πολύ μεγαλύτερο από τον ίδιο, χωρίς φουντωτό μαλλί – αν είναι δυνατόν- με αυτιά που ανέμιζαν σαν σημαίες και με τρομακτικά δόντια, ίδια φονικά όπλα. Ο εχθρός κουνούσε το κεφάλι του και τα αεροπλανικά αυτιά χτυπούσαν αλύπητα το ογκώδες του κρανίο. Ο Σιμούλης φαντάστηκε ότι με αυτή την κίνηση το πλάσμα θα έπαιρνε εμπρός και θα απογειωνόταν, τόσο μεγάλα αυτιά αν δεν τα χρησιμοποιείς για να πετάξεις είναι σπατάλη υλικών. Όσο το προβατάκι – αποχαυνωμένο από τη slow motion κίνηση του πλάσματος – αναρωτιόταν για την χρησιμότητα των αυτιών του, αυτός χασμουρήθηκε, φανερώνοντας τα κοφτερά του δόντια και μια γλώσσα μακριά σα γραβάτα.

«Γαβ», έλεγε το πλάσμα, «μπεε», απαντούσε ο Σιμούλης και πάλι από την αρχή, μέχρι που ο μεγάλος βαρέθηκε, ξάπλωσε δίπλα του, άπλωσε τις ποδάρες του μπροστά στο τρομαγμένο προβατάκι και γέρνοντας το κεφάλι πάνω στο μαλλιαρό του σώμα, κοιμήθηκε γαλήνια.

Αυτός ήταν ο Πρίγκηπας ή Πρινς, ο σκύλος της γειτονιάς, ο γλυκύτατος μπουνταλάκος που αγαπούσε όλον τον κόσμο και όλα του τα πλάσματα, ακόμα κι αυτά που ήταν από άλλους πλανήτες. Είχε βρεθεί στο φιλόξενο σπίτι αναζητώντας καταφύγιο, όπως το προβατάκι. Ο Σιμούλης , νιώθοντας πια ότι δε διατρέχει κίνδυνο, χαλάρωσε και βολεύτηκε μια χαρά στην αγκαλιά του τεράστιου φίλου κι έτσι, κατάφερε να ζεσταθεί και να κοιμηθεί πάλι.

Πρώτος ξύπνησε ο Πρινς και αποφάσισε να πιάσει την κουβέντα. «Γεια σου πρόβατο, είμαι ο Πρινς και μένω γύρω στη γειτονιά. Εσύ πώς βρέθηκες εδώ μέσα; Σου είπαν ότι δέχονται αδέσποτα πρόβατα;» Ο Σιμούλης, ξεπερνώντας τις επιφυλάξεις του διηγήθηκε ολόκληρη την ιστορία στον έκπληκτο Πρινς που δεν έκλεισε το στόμα όσο μιλούσε ο μαλλιαρός επισκέπτης. «….και τώρα ούτε να γυρίσω πίσω μπορώ ούτε έχω που να μείνω», κατέληξε το καημένο το προβατάκι μπήγοντας τα κλάματα. «Σώπα βρε χαζούλη θα τα βολέψουμε», είπε ο Πρινς και έτρεξε να ειδοποιήσει τους ανθρώπους, γιατί αυτοί είχαν λύσεις για όλα.

Η αλήθεια είναι ότι ο Σιμούλης στάθηκε τυχερός. Οι άνθρωποι που τον βρήκαν στην αυλή τους, του φέρθηκαν σα να ήταν παιδί. Τον τάισαν, του έφτιαξαν κατάλυμα σε μια αποθηκούλα και τις επόμενες ημέρες, μέχρι να καλοσυνέψει ο καιρός και να λιώσουν τα χιόνια, το προβατάκι κοιμόταν αγκαλιά με τον Πρινς που ήταν ο φύλακας – άγγελός του. Από τον Πρινς έμαθε πολλά για τον κόσμο που είχε επισκεφτεί – τελικά στην Ελλάδα είχε προσγειωθεί – και δεν ήταν όλα τόσο ευχάριστα είναι η αλήθεια, αλλά ο Πρινς του υποσχέθηκε ότι θα τον βοηθούσε να επιστρέψει στο σπίτι του κι αυτό του έδινε κουράγιο. Όπως επίσης, του υποσχέθηκε ότι πριν φύγει θα τον πήγαινε μια μεγάλη βόλτα για να ανακαλύψει τις ομορφιές που κρύβονταν κάτω από το χιόνι. Έτσι λοιπόν, ανακουφισμένος και σίγουρος ότι θα έφευγε ζωντανός κι αρτιμελής, ο Σιμούλης περίμενε την άγια ημέρα που θα έβγαινε από την αυλή και θα πήγαινε βόλτα και μετά στο διαστημόπλοιο για αναχώρηση.

Ο Πρίνς, αυτός ο υπέροχος φίλος, φρόντισε για τα υπόλοιπα. Με τη βοήθεια της βιονικής του μύτης εντόπισε το διαστημόπλοιο, το καθάρισε από όσο χιόνι είχε απομείνει επάνω του και το πρόσεχε σαν τα μάτια του, για τη στιγμή που ο Σιμούλης θα το χρειαζόταν. Όταν έφτασε η μέρα που ο ήλιος έλαμπε πάλι ζεστός και χρυσαφένιος, ο καλόκαρδος σκύλος πήρε το φίλο του για εκείνη τη βόλτα που του είχε υποσχεθεί. Ο Σιμούλης και ο Πρινς λούστηκαν στις ζωογόνες ακτίνες του ήλιου, χόρεψαν μαζί τους καθώς αυτές γλιστρούσαν ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων και ξάπλωσαν στο πράσινο και μαλακό χορτάρι, αγκαλιασμένοι σαν φίλοι καρδιακοί που ήξεραν ότι δε θα ξανασυναντηθούν ποτέ. Μόλις πήρε να βραδιάζει, ο Πρινς πήγε τον Σιμούλη στο διαστημόπλοιο που ευτυχώς, παρά την άτσαλη προσγείωση, ήταν σώο.

Το προβατάκι χοροπηδούσε από τη χαρά του αλλά ταυτόχρονα του ξέφευγαν παραπονιάρικοι λυγμοί. Ήξερε ότι έπρεπε να φύγει αλλά είχε κάνει ένα φίλο και πονούσε που θα τον άφηνε. Ο Πρινς τον σκούντησε, έπρεπε να τελειώνει γρήγορα. Μόλις ετοιμάστηκε ο Σιμούλης, κοίταξε παρακλητικά το φίλο του: «έλα, στον πλανήτη μου έχει άφθονο χορτάρι για βοσκή, δε θα σου λείψει τίποτα». Ο Πρινς κρυφογέλασε και τα χείλη του έκαναν χλαπ χλαπ πάνω στα δόντια του, στην προσπάθεια του να το κρύψει. Αγκάλιασε στοργικά τον φίλο του και του είπε «Στο καλό να πας προβατάκι μου και να προσέχεις τις Μαύρες Τρύπες. Αν μπορέσεις να μου στείλεις μήνυμα ότι έφτασες, θα είμαι ευτυχισμένος. Εγώ θα μείνω εδώ με τους ανθρώπους που αγαπώ και θα ευχηθώ, στο επόμενο χιόνι, να κοιμάμαι μπροστά στο τζάκι της δική μου οικογένειας.»

Το προβατάκι βέλαξε, ο σκυλάκος γάβγισε και η ηχώ της υπέροχης φιλίας τους ταξίδεψε από τη γη ως την άκρη του σύμπαντος, καθώς το διαστημόπλοιο εκτοξεύθηκε στο άπειρο του σκοτεινού ουρανού.

Ο Πρινς γύρισε στις γνωστές του συνήθειες, βόλτες στις γειτονιές, έφοδος σε αυλές και σε σπίτια που ήξερε ότι ήταν καλοδεχούμενος και ύπνος κάτω από τα αστέρια, που περίμενε να του μιλήσουν και να του φέρουν νέα από το διαστημικό του φίλο. Και για να περάσει η ώρα σκάρωνε ιστορίες με το μυαλό του και φανταζόταν πώς θα ήταν η ζωή με τη δική του οικογένεια, όταν και αν αποκτούσε.

Πέρα στα μακρινά αστέρια και τους άγνωστους κόσμους , ο Σιμούλης προσγειώθηκε στον πλανήτη Βελαζουάζ στον αστερισμό Χ345986D. Όταν έσμιξε με τους δικούς του, ήταν τόσο μεγάλη η έκρηξη χαράς, που το ωστικό κύμα έφτασε στη γη και έσκασε σα μπαλόνι με νερό μέσα στην καρδιά του Πρινς, κι έτσι κατάλαβε ότι φίλος του ήταν καλά.

Ο Πρινς δεν μπορεί να ταξιδέψει, μπορεί όμως να ταξιδέψει η χαρά του και να φτάσει μέχρι την άλλη άκρη του σύμπαντος, για να μάθει ο Σιμούλης, διαστημικός του φίλος ότι είναι καλά και είναι χαρούμενος. Αρκεί να βρεθεί η δικιά του οικογένεια, ο δικός του άνθρωπος που θα τον κάνει να νιώσει τη μεγαλύτερη ευτυχία του κόσμου, αυτή που σκάει σα βόμβα και μετατρέπει τη χαρά σε διαστημόπλοιο με μακρινό προορισμό, σε μέρη που λάμπουν άλλοι ήλιοι και τα φεγγάρια ανατέλλουν δυο δυο.

Το κείμενο υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα.
Απαγορεύεται η δημοσίευση μέρους ή του συνόλου της ιστορίας χωρίς αναφορά στην πηγή.

Βρείτε μας στο facebook

Πρόσφατα Άρθρα

Δείτε ακόμα

Copyright © 2017- 2024 PawFinder.gr | All rights reserved | Όροι Χρήσης
error: Το περιεχόμενο προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα