Delivery απο καρδιάς

Delivery απο καρδιάς

Ο Αργύρης ήταν ο καλύτερος ντελιβεράς της περιοχής. Στην γειτονιά είχαν να το λένε, ευγενικό και συνεσταλμένο παιδί, με μια καλή κουβέντα για όλους. Οι πελάτες της πιτσαρίας που δούλευε, δεν είχαν ξαναδεί ένα τόσο χαμογελαστό και καλοπροαίρετο υπάλληλο στην πόρτα τους. Μέχρι και οι πιο δύσκολοι ζητούσαν από το αφεντικό να τους παραδίδει ο Αργύρης το φαγητό τους.

Η Μαντώ είχε μόλις τελειώσει τη σχολή της και δούλευε σε ένα κατάστημα ρούχων στην περιοχή που γύριζε ο Αργύρης με τα μυρωδάτα του πακέτα. Τα βράδια που επέστρεφε κουρασμένη από τη δουλειά της, παρήγγελνε συχνά πίτσα και στη συνέχεια συνέβαιναν τα εξής.

– Ο Αργύρης κοιτούσε τις παραγγελίες και όταν έβλεπε το όνομα της δεν άφηνε κανέναν άλλον να παραδώσει το πακέτο.

– Πριν χτυπήσει το κουδούνι, κοιτούσε τον εαυτό του στο τζάμι της εξώπορτας και έσιαζε τα τσουλούφια του

– Η Μαντώ εμφανιζόταν στην πόρτα να παραλάβει την πίτσα, περιποιημένη σα να ετοιμαζόταν για βόλτα.

– Ο Αργύρης και η Μαντώ κοιτάζονταν θέλοντας να πουν κάτι αλλά κατέληγαν κατακόκκινοι, να χάνουν τα λόγια τους και να μιλούν για τον καιρό.

– Στο τέλος, η πίτσα, με δυο κομμάτια λιγότερα, πήγαινε στα αδέσποτα που μόλις έβλεπαν τον Αργύρη στην πόρτα της Μαντώς, ήξεραν ότι θα χόρταιναν με αγαπημένο junk food.

Αυτή η κατάσταση συνεχιζόταν καιρό και η σκυλοπαρέα της γειτονιάς είχε θέμα να σχολιάζει. Τα δεσποζόμενα ζωάκια έβγαιναν στα μπαλκόνια με την ελπίδα να ακούσουν από τους αδέσποτους φίλους τους ότι «αυτή τη φορά βρήκαν το κουράγιο να μιλήσουν», αλλά αντί αυτού, κατέληγαν να τους τρέχουν τα σάλια με την περιγραφή της πίτσας. Μέχρι ένα απόγευμα που ο Ιάσονας αποφάσισε ότι δεν πήγαινε άλλο. Ποιος ήταν όμως ο Ιάσονας;

Ο Ιασόνας λοιπόν ήταν καινούρια άφιξη στη γειτονιά. Κανείς δεν ήξερε από που κρατούσε η σκούφια του, αλλά ήταν καθολικά παραδεκτό ότι είχε τον αέρα του τζέντλεμαν. Παραχωρούσε τη θέση του σε κυρίες, ήταν εκλεπτυσμένος και γενικά δεν είχε μεγάλη σχέση με την χοντροκομμένη και αυθόρμητη συμπεριφορά των περισσοτέρων συντρόφων του στο δρόμο. Μέχρι και το μεζέ από τα σκουπίδια τον έπαιρνε με την κομψότητα χορευτή. Στην αρχή τον δούλευαν και τον έλεγαν «διάδοχο του θρόνου» αλλά όταν κατάλαβαν ότι ο Ιάσονας είχε γεννηθεί ευγενικός και δεν υποκρινόταν, έκοψαν την καζούρα. Παραδέχτηκαν ότι όλοι έχουν ελαττώματα κι αφού ήταν καλό τυπάκι, θα του συγχωρούσαν αυτό το κακό.

Όλα αυτά μέχρι το βράδυ που χρειάστηκε να δώσουν μάχη με δυο καθάρματα που προσπάθησαν να ληστέψουν το φίλο τους τον περιπτερά που συχνά πυκνά τους κερνούσε σουβλάκια και λαδωμένο ψωμί. Ο Ιάσονας ήταν ο πρώτος που πήρε χαμπάρι τον κίνδυνο κι έτρεξε να βοηθήσει τον καλό άνθρωπο. Παράλληλα, με τα γαβγίσματά του ξεσήκωσε τη σκυλοπαρέα αλλά και τους ενοίκους των παρακείμενων διαμερισμάτων. Οι επίδοξοι ληστές, κραδαίνοντας τα μαχαίρια τους μπροστά στα χρυσαφένια μάτια του Ιάσονα, βρέθηκαν σε δίλημμα. Να μείνουν διακινδυνεύοντας να συλληφθούν ή να φύγουν με άδεια χέρια, αποφεύγοντας τη σύλληψη και τα δόντια των σκύλων που τους είχαν περικυκλώσει; Τελικά, αποφάσισαν να οπισθοχωρήσουν, αφήνοντας τον περιπτερά να ευγνωμονεί τους τετράποδους φίλους του. Από εκείνο το απόγευμα ο Ιάσονας αναβαθμίστηκε στη συνείδηση της αλητοπαρέας, ως ιππότης. Λεπτός στους τρόπους αλλά ατρόμητος στην ψυχή.

Βλέποντας λοιπόν τον Αργύρη να πηγαινοέρχεται στην πόρτα της Μαντώς κι επειδή η παραγγελία πίτσας είχε γίνει καθημερινή συνήθεια, αποφάσισε να πάρει πρωτοβουλία. Η κατάσταση ήταν αδιέξοδη. Από τη μία τα δυο παιδιά έλιωναν από έρωτα αλλά η ατολμία τους δεν τους άφηνε να εκδηλωθούν και από την άλλη, οι τετράποδοι της γειτονιάς είχαν γίνει τετράπαχοι από τις πίτσες και τις μακαρονάδες που πήγαιναν «υπέρ Πίστεως και Πατρίδος». Κι επειδή δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο, την επόμενη φορά που ο Αργύρης χτύπησε το κουδούνι του ισόγειου διαμερίσματος, ο Ιάσονας πήρε τις τύχες των παιδιών στα χέρια του.

Ο Αργύρης πλησίασε τρέμοντας την πόρτα της Μαντώς. Πίεσε δυνατά το κουδούνι και με τη σκέψη στα λόγια που θα τολμούσε να πει αυτή τη φορά, ξέχασε να σηκώσει το δάχτυλο. Η Μαντώ άνοιξε την πόρτα καλύπτοντας με τα χέρια της τα αυτιά της και τον κοίταξε με απορία. «Συμβαίνει κάτι;», τον ρώτησε αναστατωμένη, «κόλλησε το κουδούνι;». Ο Αργύρης τράβηξε απότομα το δάχτυλο από το κουμπί και κοκκίνισε σαν καλοκαιρινή ντομάτα. «Η πίστα σου», της είπε και το κόκκινο έγινε πιο βαθύ. «Η πίτσα σου μάλλον», διόρθωσε με ύφος πληγωμένου κουταβιού. Η σκυλοπαρέα παρακολουθούσε τη σκηνή και κάποια αλάνια ανάμεσά τους ετοιμάζονταν να φύγουν για να μη βάλουν τα γέλια και κάνουν χαλάστρα. Ο Ιάσονας όμως, νιώθοντας ότι η λιποθυμία ήταν υπόθεση δευτερολέπτων, αποφάσισε ότι είχε φτάσει η ώρα να επέμβει. Πλησίασε τον ετοιμόρροπο Αργύρη και την αμήχανη Μαντώ και με τη μύτη του σκούντηξε το κουτί της πίτσας που κρατούσαν και οι δύο, σα να τη διεκδικούσαν ο ένας από τον άλλον. Το κουτί έπεσε, η πίτσα χύθηκε έξω και ο Ιάσονας πήρε ένα κομμάτι και άρχισε να το μασουλάει μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων.

«Χάλια τα έκανα!», είπε ξεψυχισμένα ο Αργύρης. «Όχι εγώ φταίω», προσπάθησε η Μαντώ να τα μπαλώσει , όσο ο Ιάσονας μοίραζε κομμάτια πίτσας στους φίλους του. «Βλέπεις αυτό που βλέπω;», ρώτησε η Μαντώ παρακολουθώντας έκπληκτη τον Ιάσονα. «Νομίζω ότι μοιράζει στους φίλους του την πίτσα», απάντησε ο Αργύρης, «δεν πειράζει θα σου φέρω άλλη, αν και νομίζω ότι δε σου αρέσει και πολύ, γιατί σε έχω δει που την προσφέρεις στα φιλαράκια μας εδώ, κάθε βράδυ.» Το είπε και δάγκωσε τη γλώσσα του αλλά επιτέλους είχε γίνει η αρχή. Ο Ιάσονας τρίφτηκε στα πόδια της Μαντώς και την κοίταξε στα μάτια. Τα μάγουλά της έκαιγαν σαν το ηφαίστειο της Σαντορίνης. Ο Ιάσονας άρπαξε το τελευταίο κομμάτι πίτσας και μπήκε σαν κύριος στο διαμέρισμα της Μαντώς. Ακολούθησε η Μαντώ εντελώς μπερδεμένη κι ο Αργύρης πίσω τους, καθαρά από κεκτημένη ταχύτητα. Μόλις μπήκαν και τα δυο παιδιά, ο Ιάσονας γλίστρησε έξω κι έσπρωξε με τη φουντωτή ουρά του την πόρτα, σφραγίζοντας την έξοδο στους ερωτοχτυπημένους.

Έξω από το διαμέρισμα, η τετράποδη παρέα σκούπισε τα υπόλοιπα της πίτσας και σκόρπισε στα γύρω στενά για ένα after. Ο Ιάσονας όμως δεν το κούνησε ρούπι , είχε σκοπό να μην αφήσει κανέναν να διακόψει την στιγμή που σχεδίαζε τόσον καιρό. Αλλά δε χρειάστηκε, ούτε μπήκε ούτε βγήκε κανένας από το ισόγειο διαμέρισμα. Μόνο την άλλη μέρα το πρωί, τα δύο παιδιά, με καρδούλες στα μάτια κι αστεράκια στην καρδιά, έφυγαν χέρι χέρι , έχοντας μάτια μόνο ο ένας για τον άλλον.

Ο Ιάσονας χαμογέλασε ευτυχισμένος και αποχώρησε από τη γειτονιά, σχεδόν περπατώντας στον αέρα. Ήταν καιρός να λύσει το επόμενο πρόβλημα. Όσο η φουντωτή του ουρά έστεκε όρθια και καμαρωτή και μέχρι την τελευταία του ανάσα, οι άνθρωποι και η ευτυχία τους ήταν η μοναδική του έγνοια του κι λόγος που τα χρυσαφιά του μάτια έλαμπαν σαν έκρηξη χαράς.

Κι επειδή τα ακριβότερα όνειρα είναι αυτά που δεν τα μαρτυράμε, δεν τόλμησε ποτέ του να ομολογήσει ότι επιθυμούσε όσο τίποτα στον κόσμο τη δική του οικογένεια. Εμείς όμως το ξέρουμε και γι αυτό θα ρωτήσουμε εκ μέρους του: «Θέλεις να μοιράζεσαι για πάντα την πίτσα σου με τον Ιάσονα;»

Η ζωή και το φαγητό είναι πάντα πιο όμορφα όταν μοιράζονται.

Το κείμενο υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα.
Απαγορεύεται η δημοσίευση μέρους ή του συνόλου της ιστορίας χωρίς αναφορά στην πηγή.

Βρείτε μας στο facebook

Πρόσφατα Άρθρα

Δείτε ακόμα

Copyright © 2017- 2024 PawFinder.gr | All rights reserved | Όροι Χρήσης
error: Το περιεχόμενο προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα