Φύλακας Άγγελος

Φύλακας Άγγελος

Φορά κατάλευκες φτερούγες πάνω στο φασματικό του σώμα και μοιάζει με ψυχή που μόλις δραπέτευσε από τον Παράδεισο. Ελαφροπατάει σαν ξωτικό για να μη με τρομάξει αλλά εγώ τον καταλαβαίνω από τα χρωματιστά ίχνη που αφήνουν τα πίσω πόδια του, αυτά που όταν τον γνώρισα σέρνονταν. Έρχεται πάντα νύχτα, περνώντας σα φάντασμα μέσα από τοίχους και τζάμια, περπατώντας επιτηδευμένα καμαρωτός, για να μου δείξει με τον πιο αθώο και αστείο τρόπο, ότι τα ποδαράκια του είναι υγιή και γερά πια. Ταξιδεύει κάθε βράδυ από τον εξώκοσμο, πέρα από τον ορίζοντα, πλησιάζει αθόρυβα και με τυλίγει στις βελούδινες φτερούγες του, διαχέοντας στην καρδιά μου ζεστασιά και συγχώρεση. Τον λένε Γκασπάρ και πέθανε στα χέρια μου, ένα πρωινό που το κορμί του βαρέθηκε να παλεύει…

Σερνόταν στο δρόμο ο Γκασπάρ, πληγώνοντας το κορμί του αλλά πάνω απ’ όλα, ενοχλώντας τη θέα βιαστικών ανθρώπων που περνούσαν από δίπλα του κι από πάνω του βλοσυροί, αδιάφοροι κι αμίλητοι. Όμως υπάρχουν και οι άνθρωποι που κομματιάζουν την ψυχή τους για να έχουν οι αναγκεμένοι του κόσμου κι από ένα κομμάτι, κι ένας τέτοιος άνθρωπος τον μάζεψε από το δρόμο και τον γλίτωσε από την εγκατάλειψη. Ο Γκασπάρ χάρη στην φροντίδα του ευαίσθητου ανθρώπου κατάφερε να σταθεί στα πόδια του και να περπατήσει. Σαν παπάκι βάδιζε ο καημένος αλλά ήταν απίστευτα χαρούμενος που δε σερνόταν πια και μπορούσε να μας προϋπαντήσει όταν του πηγαίναμε φαγητό. Ούτε πείνα, ούτε κρύο και τέσσερα –σχεδόν- γερά πόδια. Δεν ήθελε τίποτα άλλο ο καημένος. Αλλά ο οργανισμός του ήταν ήδη αδύναμος και όταν ασθένησε, αρκετούς μήνες αργότερα, οι δυνάμεις του είχαν στερέψει.

Η ανάμνηση του με στοιχειώνει γιατί εξαιτίας της αναπηρίας του δεν προσπαθήσαμε ποτέ να του βρούμε μια οικογένεια. Τα παρηγορητικά του λόγια όταν με τυλίγει μέσα στα φτερά του, ακούγονται λίγα για να μου αφαιρέσουν το βάρος από την ψυχή. Όπως είχε βρεθεί ένας καλός άνθρωπος που του έδωσε πίσω τη ζωή του, ίσως βρισκόταν άλλος ένας που θα ήθελε να του χαρίσει την αποκλειστική του αγάπη. Ίσως τώρα να ζούσε και να μην ήταν ένα φάντασμα που γεννούν οι ενοχές μου.

Κάθε φορά που φεύγει, νιώθω ότι κάτι θέλει να μου ζητήσει αλλά διστάζει, κι αυτό το κάτι τον κάνει να επιστρέφει ξανά και ξανά. Μα απόψε πρέπει να τον απαλλάξω, πρέπει να τον αφήσω να φύγει οριστικά. Τον ρωτώ: «Γιατί δεν αναπαύεσαι ήρεμος; Γιατί ξαναγυρίζεις σε έναν κόσμο που δεν είναι πια ο δικός σου; Τι θες να κάνω για να σε απαλλάξω από την έγνοια που σε βαραίνει;»

Με κοιτά με τα στρογγυλά του μάτια και απλώνει τα φτερά του, έτοιμος να πετάξει στο ουράνιο σπίτι του. « Γιατί δεν προσπαθείς να βρεις ένα σπίτι για το Λευτεράκη;», με ρωτά επιφυλακτικά, σα να φοβάται μη με στεναχωρήσει. «Ο μικρούλης δεν είναι ανάπηρος, περπατά και τρέχει, απλά τα πίσω ποδαράκια του πρέπει να δυναμώσουν λίγο. Ίσως κάποιος τον αγαπήσει γι αυτά τα αδύναμα ποδαράκια. Κουτάβι είναι ακόμα, έχει πολλή δύναμη και τη ζωή όλη μπροστά του.»

«Αχ καλέ μου Γκάσπαρ λες να μην το θέλω….», σκέφτoμαι με στεναχώρια αλλά του υπόσχομαι να το προσπαθήσω γιατί η ζωή είναι γεμάτη κρυμμένες ευκαιρίες που τις νομίζεις αόρατες, μέχρι να σου φανερωθούν.

Το επόμενο πρωί….

Ο Λευτεράκης φορά το πιο γιορτινό του χαμόγελο και με κοιτά σα να κάτι να υποψιάζεται. Τρώει το φαγάκι του με ασυνήθιστη όρεξη και μου κάνει περισσότερες χαρές από κάθε άλλη φορά. Μέχρι που προσπαθεί να σηκωθεί στα πισινά του πόδια για να μου δείξει ότι έχει έρθει η ώρα να δοκιμάσει κι αυτός την τύχη του. Χαμογελώ κρυφά και καμώνομαι ότι δεν καταλαβαίνω. «Τί θα γίνει Λευτεράκη;», του λέω γελώντας, «θα σου βρούμε σπιτάκι εσένα;». Τόση είναι η χαρά του, που θα νόμιζε κανείς ότι του έχω ανακοινώσει την υιοθεσία του. Αλλά έτσι είναι τα αθώα πλάσματα, χαίρονται και με τα λίγα…Σκύβω να ταχτοποιήσω τις κουβέρτες μέσα στο σπιτάκι του και βρίσκω ανάμεσα στα υφάσματα, βελούδινα λευκά φτερά. Την ίδια ώρα, οι δυνατές ακτίνες του ήλιου, μόλις σβήνουν τα τελευταία χρωματιστά πατουσάκια από το νοτισμένο χώμα.

«Για σένα Γκασπάρ. Για να ησυχάσει η ψυχή σου…», λέω χαιδεύοντας τον Λευτεράκη που λάμπει από χαρά σαν κομήτης. Κρύβω ένα λευκό φτερό μέσα στα δάχτυλά μου και νιώθω την ψυχή του Γκασπάρ να ταξιδεύει στο φως. Δίπλα μου, ο Λευτεράκης, ακολουθεί με τα έκπληκτα ματάκια του τη φωτεινή τροχιά της ψυχής και ψιθυρίζει σα μαγεμένος:

«Εκεί έξω με περιμένει ο ήρωάς μου. Μου το είπε ο Γκασπάρ που ποτέ λέει ψέμματα. Θα έχω υπομονή. Η αγάπη βρίσκει πάντα το δρόμο.»

«Μήπως είσαι εσύ ο ήρωας που θα μου χαρίσει τη ζωή που ονειρεύομαι;»

Το κείμενο υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα.
Απαγορεύεται η δημοσίευση μέρους ή του συνόλου της ιστορίας χωρίς αναφορά στην πηγή.

O Λευτεράκης πλέον ζει ευτυχισμένος στο παντοτινό του σπίτι και ελπίζει κάθε αδεσποτάκι
να αποκτήσει κάποια μέρα στην δική του οικογένεια…

Βρείτε μας στο facebook

Πρόσφατα Άρθρα

Δείτε ακόμα

Copyright © 2017- 2024 PawFinder.gr | All rights reserved | Όροι Χρήσης
error: Το περιεχόμενο προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα