…για τη Ρόζι

…για τη Ρόζι

Η Ρόζι, διστακτική, κοιτούσε τον ασπρομάλλη γεράκο με την ολόλευκη γενειάδα να πλησιάζει. «Έλα Ρόζι, δώσε μου το πατουσάκι σου να φύγουμε», της είπε ήρεμα αλλά αποφασιστικά.

«Δε γίνεται να καθυστερήσουμε λίγο;», ρώτησε η Ρόζι με φόβο μήπως φανεί αγενής.

«Αφού το είδες και μόνη σου, γύρισες τη σελίδα και γράφει ΤΕΛΟΣ. Ξέρεις πολύ καλά ότι αυτό σημαίνει ότι πρέπει να φύγουμε. Έλα μη φοβάσαι, σε περιμένει ένας πανέμορφος καινούριος κόσμος με πολλούς πολλούς φίλους. Στο υπόσχομαι ότι είναι όμορφα και θα είσαι χαρούμενη», είπε ο γέροντας κι έπιασε την τραχιά πατούσα της όμορφης λυκοσκυλίνας. Και θα είχαν φύγει αμέσως, αν μια φωνή σαν αστραπόβροντο στην κορυφή του Ολύμπου, δεν τους ακινητοποιούσε από τη σαστισμάρα.

«Εεεεεεε!!!! ΑΣΤΗΝ ΚΑΤΩ ΡΕ ΓΕΡΟΞΟΥΡΑ!!!!», ούρλιαξε ένα μικρό σκυλάκι και πάτησε μια γερή δαγκωνιά στο χέρι του γέροντα. Ο ασπρομάλλης τράβηξε το χέρι χωρίς να έχει πονέσει και χωρίς καμία πληγή, ενώ η Ρόζι προσπαθούσε να συγκρατήσει τα γέλια της. Πίσω της ήταν ο Τέρης, ένας μεγαλόσωμος σκυλάκος με ολοστρόγγυλα αγαθά μάτια και ύφος γεμάτο απορία, έτοιμος να μπήξει τα κλάματα και δυο γατούλες, ο Τίτος που κοιτούσε το υπερπέραν και η Πόπη που έτρεχε να προφτάσει μην τυχόν και δεν αποχαιρετήσει τη Ρόζι.

«Σπίθα έλεος πια!!! Ο Θεός είναι, λίγο σεβασμό δεν μπορείς να δείξεις;», της είπε, αγκομαχώντας και δακρύζοντας από την προσπάθεια να μην ξεσπάσει σε βροντερά γέλια κι αναστατώσει ορατό και αόρατο κόσμο.

«Ποιος Θεός; Σαν τον Κάρολο Κουν χωρίς γυαλιά είναι. Εγώ δεν πιστεύω σε Θεούς ούτε σε δαίμονες. Θεός είναι το μπιφτέκι και διάβολος οι γίγαντες», είπε η Σπίθα σε μια από τις συνηθισμένες επιδείξεις της αναρχοαυτόνομης προσωπικότητάς της.

«Συγκρατήσου λίγο Σπίθα. Γράφει ΤΕΛΟΣ το βιβλίο πρέπει να φύγω», απάντησε η Ρόζι με τη γνωστή ήρεμη και σοβαρή της φωνή αλλά με τη Σπίθα, κανείς δεν ξεμπερδεύει εύκολα, όλοι το ξέρουν αυτό. «Μπα!!!! Να γράψω κι εγώ ΜΑΚΑΡΟΝΙΑ ΜΕ ΚΙΜΑ. Θα μου τα φέρνει ο μπάρμπας από δω ή μόνο το ΤΕΛΟΣ ξέρει να διαβάζει. Πες κι εσύ ρε βλακο – Τέρη, τι να γράψουμε; ΣΟΥΒΛΑΚΙΑ. Φέρε σουβλάκια μπαρμπούλη και μετά συζητάμε. ΑΣΕ ΤΗ ΡΟΖΙ ΚΑΤΩ!!!»

Ο γέροντας δείχνοντας κατανόηση σε αυτήν την μάλλον πληγωμένη σκυλίτσα, γονάτισε για να έρθει στο ύψος της και την κοίταξε στα μάτια με απέραντη καλοσύνη.

«Σπίθα, όλοι κάποτε έρχονται μαζί μου. Είναι πολύ ωραία εκεί που θα πάει η Ρόζι κι εσύ κάποτε θα έρθεις, αλλά και οι αγαπημένοι σας άνθρωποι. Γιατί δε θες να καταλάβεις ότι το ΤΕΛΟΣ δεν αναβάλλεται; Ούτως η άλλως δεν την αγαπούσες τόσο πολύ τη Ρόζι», είπε πειραχτικά, κλείνοντας το μάτι στη Ρόζι. Αλλά η Σπίθα δε γέλασε, παρά φούντωσε περισσότερο και καπνοί άρχισαν να βγαίνουν από τα αυτιά της.

«Μπλα μπλα μπλα…. Να τέτοια λες και θέλω να σου βγάλω τα γένια, τρίχα τρίχα. Ακόμα κι αν δεν την αγαπούσα όπως λες, ποια θα λέω νταλικέρισσα τώρα; Ποια θα βρίζω χοντρή και μαλλιαρή δεσποινίδα; Ποια θα κοιτώ αφ υψηλού στον καναπέ;Πες κι εσύ ρε βλάκα!», είπε σκουντώντας τον Τέρη.

«Ποιος βλάκας; Εγώ;», ρώτησε ο Τέρης με αθωότητα.

«Έχουμε άλλον;», απάντησε η Σπίθα, χτυπώντας νευρικά το πόδι στο χώμα.

«Ο Τίτος; Τι λες γι αυτόν;», αντιπρότεινε ο Τέρης με αληθινή και γνήσια χαρά. Η Σπίθα χτύπησε το μέτωπό της προσποιούμενη ότι δεν της είχε περάσει από το μυαλό.

«Δίκιο έχεις, ο Τίτος. Ξέχασα ναι. Εδώ μέσα οι χιούμανς κάνουν συλλογή από εξυπνοπούλια! Τίτοοοοοο! Έλα ρε να καρφώσεις κανένα νύχι στο μάτι του Κάρολου!», είπε αγριοκοιτάζοντας τον ασπρομάλλη. Ο Τίτος όμως, σα γνήσιος μαμόθρευτος γάτος, απομακρύνθηκε λικνίζοντας τους γοφούς του, απαντώντας με ύφος μπλαζέ: «Να με αφήσετε ήσυχο, παρηγορώ τη μαμά τώρα».

«Άστον ρε Σπίθα, δε σου φτάνει ένας χαζούλης;», είπε ο Τέρης κοιτώντας την με μάτια ολοστρόγγυλα και θλιμμένα σαν τα δίδυμα φεγγάρια ενός αποκαμωμένου πλανήτη. Η Σπίθα αποφάσισε να συμβιβαστεί.

«Οκ βολεύομαι. Πες λοιπόν εσύ στον παππούλη με τα γένια.» Κι ο Τέρης ξεκίνησε ευγενικά «Καλέ Θεούλη…» αλλά δεν έσωσε να τελειώσει τη φράση του.

«Κόψε τις μα@@@@ς και μίλα σαν άντρας!!! Πώς κάνει η Ρόζι; Έτσι κι εσύ», είπε το αγενέστατο δείγμα από σκυλί. Αυτή ήταν και η σταγόνα που έκανε τη Ρόζι να βγει εκτός εαυτού.

«ΣΠΙΘΑΑΑΑΑΑΑ!!! Σκάσε πια κι έλα εδώ! Έλα κοντά μου, θέλω να σου πω κάτι.» Αλλά η Σπίθα ήταν ανένδοτη.

«Όχι να φύγει ο “so called” Θεός πρώτα», είπε και στύλωσε τα πόδια με πείσμα.

Η Ρόζι με όλη την απόγνωση του κόσμου στα μάτια της, γύρισε και κοίταξε με παράκληση το γέροντα. «Καλέ μου Θεέ, φύγε για 5 λεπτά μόνο. Θα κατεβάσει όλα τα καντήλια και θα τα πλύνει με ακουαφόρτε αν δεν της μιλήσω λίγο ιδιαιτέρως. Μόνο για 5 λεπτά.» Κι ο γέροντας έφυγε αναστατωμένος από το σατανικό βλέμμα της Σπίθας, που όμως γέμισε από παράπονα και δάκρυα όταν έμειναν μόνες με τη Ρόζι.

«Που πας ρε παλιοχοντρή φορτηγατζού; Τι θα κάνουμε χωρίς εσένα; Ποιος θα παίζει με αυτό το βλακόμουτρο τον Τέρη που θα με φορτώνεται συνέχεια τώρα; Και την Πόπη, την καινούρια μας γατούλα; Τι θα την κάνουμε την Πόπη, που σε αγαπά τόσο πολύ;», είπε, επιτρέποντας σε ένα μισοσβησμένο ίχνος από την περιχαρακωμένη της ευαισθησία να φανεί. Αλλά η Ρόζι την ήξερε καλά και μπορούσε να καταλάβει ότι ήταν απλώς θυμωμένη για την απώλεια που θα έπρεπε να αντέξει, ήθελε δεν ήθελε. Και σαν πιο ώριμη και σοβαρή από όλους, ανέλαβε να τους συμβουλεύσει και να τους παρηγορήσει, παρά το γεγονός ότι το δικό της καντηλάκι έσβηνε.

«Ελάτε εδώ όλοι. Τέρη, Σπίθα, Τίτο και Πόπη έχω να σας πω λίγα πράγματα γιατί οΘεός πρέπει να κάνει τη δουλειά του κι αυτός. Δε θα χαθούμε μη φοβάστε. Κάποτε θα ξαναβρεθούμε όλοι μαζί και τότε πια δε θα χωριστούμε ποτέ. Αυτό σας το υπόσχομαι και ξέρετε όλοι σας ότι κρατώ το λόγο μου. Μέχρι τότε, εσύ Τέρη να προσέχεις τα αφεντικά μας. Να κάνεις τον άγριο στους ξένους μην τρέχεις σα λαγός όταν δεις άνθρωπο. Εσύ Σπίθα να γίνεις επιτέλους ένα ευγενικό σκυλάκι…»,

«In your dreams…», ψιθύρισε μέσα από τα δόντια της η Σπίθα.

«…και να αγαπάς τον αγαπημένο μας αφεντικό, είτε σου φέρνει μπριζόλες είτε όχι. Και να μη βρίζεις την αφεντικίνα μας που είναι αυστηρή. Εσύ Τίτο να αγαπάς πολύ τη μαμά και να την προσέχεις. Εσύ Πόπη, αγαπημένη μου γατούλα, μη μεταμορφωθείς σε Σπίθα στο γατίσιο, να είσαι εκλεπτυσμένη. Να προσέχεις τον κήπο και να μην αφήνεις ξένα γατιά να μπαίνουν όποτε θέλουν. Αλλά πάνω απ’ όλα να είστε αγαπημένοι και να είστε αφοσιωμένοι στους ανθρώπους μας. Και να τους παρηγορείτε και να μην τους σπάτε τα νεύρα. Και τώρα αφήστε με να φύγω ήρεμα. Θα κάνετε ότι είπαμε;»

Η Σπίθα δεν ήθελε να δείξει ότι παραιτείται από την προσπάθεια αλλά είχε αρχίσει ήδη να βλέπει το αναπόφευκτο του πράγματος κι αυτό τη θύμωνε ακόμη περισσότερο. «Κότα ήσουν πάντα. Τράβα μια δαγκωματιά στον μπάρμπα ξούρα κι έλα να φύγουμε…Έλα ρε Ρόζι μη μας κάνεις πλάκες».

«Φιλενάδα μου με ποιον θα παίζω τώρα;», είπε και ο Τέρης που άρχισε να καταλαβαίνει τη σοβαρότητα της κατάστασης.

«Είσαι ο πρώτος σκύλος που άφησα να με γλύψει. Δε θα σε ξεχάσω ποτέ», είπε και ο Τίτος αναγνωρίζοντας τον ανώτερο χαρακτήρα της Ρόζι.

Η μόνη που δεν είχε μιλήσει ήταν η Πόπη, που όμως αποφάσισε να επέμβει, για να αφήσουν επιτέλους τη Ρόζι να πετάξει. «Ροζούλα, άντε στο καλό. Άστους να λένε. Εγώ ξέρω πως θα έρχεσαι στον ύπνο μου και θα κουβεντιάζουμε και θα με αφήνεις να κοιμάμαι στα μπροστινά σου πόδια. Και να σου πω κάτι; Εδώ θα είσαι δε θα φύγεις ποτέ γιατί θα σε σκεφτόμαστε και θα σε αγαπάμε, μέχρι να ξανανταμώσουμε.»

«Go f@@k yourself, εγώ δε θέλω να φύγει», γκρίνιαξε η Σπίθα ρουφώντας τη μύτη της.

«Σπίθααααααα! Μαζέψου πια! Ούτε εγώ δε μπορώ να σε αντέξω. Θεός είμαι αλλά έχω και υπομονή. Έλα κοριτσάκι μου δώσε πατουσάκι», είπε ο γέροντας καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια να κρατήσει την ψυχραιμία του. Η Ρόζι έχωσε την πατούσα της στο χέρι του γέροντα και πριν φύγει, στάθηκε απέναντι από τους φίλους της προσπαθώντας να κρατήσει στα μάτια της την εικόνα τους για πάντα.

——————————————————-

Ρόζι: Αντίο προς το παρόν φιλαράκια μου.

Σπίθα: Αντίο ρε μαλλιαρή καλλονή, θα σε θυμάμαι πάντα. Σ’ αγαπώ

Τέρης: Αντίο φιλεναδίτσα μου, δε θα δε ξεχάσω ποτέ. Εσύ μου πήρες όλους τους φόβους.

Τίτος: Αντίο καλόκαρδο σκυλάκι που δε με έπνιξες όπως θα μπορούσες να κάνεις.

Πόπη: Αντίο κουβερτούλα μου, δε θα σε ξεχάσω ποτέ.

Θεός: Έλα Ρόζι. Άσπρα φτερά βελούδινα για σένα. Σου αξίζουν. Πέτα κορίτσι μου, πέτα ψηλά και μη φοβάσαι, δεν υπάρχει τέλος εκεί που πας, δεν υπάρχει τελευταία σελίδα. Θα βρεις κι άλλα ζωάκια να σε περιμένουν και κάποτε εσύ θα είσαι αυτή που θα υποδεχτείς αυτούς που αφήνεις πίσω σου.

Πέτα κορίτσι μου πέτα…

Δε θα σε ξεχάσουμε ποτέ…

 

– – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – –

Το κείμενο υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα. Απαγορεύεται η δημοσίευση μέρους ή του συνόλου της ιστορίας χωρίς αναφορά στην πηγή.

 

Βρείτε μας στο facebook

Πρόσφατα Άρθρα

Δείτε ακόμα

Copyright © 2017- 2024 PawFinder.gr | All rights reserved | Όροι Χρήσης
error: Το περιεχόμενο προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα