Φωτίζοντας την καρδιά

Φωτίζοντας την καρδιά

Το κουδούνι τσίριζε σα σειρήνα ασθενοφόρου ή κάπως έτσι το άκουγε μέσα στον ύπνο του ο Φώτης. Μετά από το χτεσινό πάρτι και κάμποσα μπουκάλια κρασί, ακόμη και ο ήχος της καρφίτσας που έπεφτε στο πάτωμα, τον ενοχλούσε. Πόσο μάλλον το κουδούνι που του του τρυπούσε, αλύπητα, τα τύμπανα . Σηκώθηκε σα ζόμπι, παρασύροντας την κουβέρτα με τα πόδια του. Τα μαλλιά όρθια σαν τις τρίχες της γάτας του περιπτερά, τα μάτια του μισόκλειστα σαν τα παράθυρα της γειτόνισσας της κουτσομπόλας.

«Έρχομαι! Μη χτυπάς άλλο! Έρχομαι!», φώναξε σαν βραχνιασμένο παγόνι ο Φώτης, που το προηγούμενο βράδυ είχε εκτελέσει τα άπαντα της ελληνικής δισκογραφίας και όχι μόνο. Είχε πολλά νεύρα ο εκείνη τη στιγμή. Όποιος κι αν ήταν πίσω από την πόρτα θα τα άκουγε για τα καλά. Μετά από γλέντι, να σε ξυπνάνε στις εφτάμιση το πρωί, δεν είναι μόνο βάρβαρο είναι και επικίνδυνο για τη σωματική ακεραιότητα. Του ενοχλητικού φυσικά. Έφτασε τρεκλίζοντας στην πόρτα, ξεκλείδωσε με χέρια τρεμάμενα και άνοιξε, έτοιμος για τον πρώτο καβγά του νέου έτους.

«Γεια σου μπάρμπα, τι χαμπάρια; Κανά ψωμάκι περίσσεψε;» Ο Φώτης, κατακόκκινος από τα νεύρα, μετά από το πρώτο ξάφνιασμα άρχισε να αλλάζει τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Εντάξει, το παραδεχόταν, είχε πιει αρκετά το προηγούμενο βράδυ αλλά όχι τόσο ώστε να βλέπει ένα σκύλο να χτυπάει το κουδούνι και να του ζητιανεύει ψωμί. Και να τον λέει και «ΜΠΑΡΜΠΑ!»

«Τι με κοιτάς θείο; Και κέικ τρώω αν δεν έχεις ψωμί». Ο Φώτης για λίγο τα έχασε αλλά απάντησε, υποκύπτοντας στο παράλογο

«Έχω από όλα…Μα τι λέμε τώρα; Θα τρελαθούμε; Ένας σκύλος μου χτυπά το κουδούνι και πιάνουμε κουβέντα; Μα τι είχε μέσα το ουίσκι;»

«Φίλε μπουκάρω, δεν είσαι καλά. Τα νεύρα σου είναι άσχημα και εγώ πρέπει να σε βοηθήσω. Θα κάνω την πρώτη καλή πράξη του νέου έτους. Μπήκα λέμε..», είπε ο σκύλος και γλίστρησε από τη μισάνοιχτη πόρτα στο εσωτερικό του σπιτιού.

Ο Φώτης, με την κουβέρτα τυλιγμένη στο ένα πόδι ως το γόνατο, έσυρε τα αβέβαια βήματά του κι χύθηκε σαν άδειο σακί στον καναπέ. Έγειρε το κεφάλι και κοίταξε το σκύλο με μάτια ορθάνοιχτα και σκοτεινά σαν είσοδο σε τούνελ. Ήταν ένας θεόρατος μάγκας, με τρίχα χοντρή σα συρματόσκοινο κι τρομακτικά ανακατεμένη. Αυτιά πεταχτά που αντιδρούσαν στον παραμικρό ήχο και ουρά φουντωτή γεμάτη κόμπους, φυλλαράκια και σκουπίδια, που γυρόφερνε σαν έλικας τον κοκαλιάρη πισινό του. Ύφος μπλαζέ και επιτηδευμένα αδιάφορο, παρά το χάλι του. Τα πλευρά του μετριούνταν ένα ένα και η μέση του ήταν δαχτυλιδένια από την αδυναμία. Μάτια στρογγυλά και χρυσαφιά, γεμάτα ψευτομαγκιά και παράπονο.

«Είναι κανένας άλλος εδώ; Ή είμαστε μόνοι μας;», ρώτησε ο σκύλος. «Συνήθως η παρουσία μου συνοδεύεται από λιποθυμίες και θέλω να ξέρω αν θα υπάρξει κανείς να σε καταβρέξει για να συνέλθεις. Με λένε Σανίδα γιατί είμαι κομψός και αδύνατος». Ο Φώτης πήρε βαθιά ανάσα και αποφάσισε να παραμείνει ψύχραιμος, βέβαιος ότι ζούσε ένα όνειρο που θα τελείωνε σε λίγο.

«Χαίρω πολύ, εγώ είμαι ο Φώτης και δεν είσαι κομψός αλλά πετσί και κόκκαλο. Πόσο καιρό έχεις να φας;».

«Κάμποσες ημέρες αλλά δεν έχει σημασία. Το παρόν είναι αυτό που με νοιάζει. Στο παρόν θα φάω ή θα βγει το σκουπόξυλο στο προσκήνιο;»

«Έλα ρε Σανίδα, έλα να φάμε παρέα. Καφέ εσύ δεν πίνεις αλλά θα πιω εγώ. Άντε πάμε», είπε ο Φώτης και πήρε το σκύλο στην αυλή όπου του έβαλε να φάει ότι είχε μείνει από το χτεσινοβραδινό τραπέζι. Όταν ο Σανίδας χόρτασε, η κοιλιά του είχε φουσκώσει σαν νταούλι και τα μάτια του είχαν βασιλέψει από την κούραση και την αλητεία της νύχτας.

«Μπάρμπα Φώτη να την πέσω εδώ δίπλα από τις γλάστρες;» Ο Φώτης γέλασε για πρώτη φορά από την ώρα που είχε μπει στη ζωή του το παράλογο και του παραχώρησε μια κουρελού να ακουμπήσει το πανβρώμικο κορμί του. Ό Σανίδας ξεράθηκε σαν τούβλο και όταν κάποτε ξύπνησε είχε μεσημεριάσει. Δε χρειάστηκε βοήθεια, μόνος του άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω για να ξεπιαστεί. Ο Φώτης ξύπνησε λίγο αργότερα και αμέσως αναζήτησε το Σανίδα. Όταν δεν τον βρήκε, αμέσως σκέφτηκε ότι όλα ήταν ένα όνειρο. Σκύλος που μιλάει;;; Στον ύπνο του το είχε δει, όπως και όλα τα υπόλοιπα. Το τρελό πάρτι, τους φίλους που είχαν έρθει να του ευχηθούν για τη γιορτή του, τις σαμπάνιες που άνοιξαν πάνω στο χορό, τις ευχές των γονιών του, την πρόσκληση για μεσημεριανό γεύμα… Όλα ήταν ένα όνειρο, ο Σανίδας θα τον πείραζε; Ήταν επιλογή του, είχε αποφασίσει ότι στη ζωή του δε θα συμβιβαζόταν ποτέ και για κανέναν. Ήξερε τι άξιζε, τι έπρεπε να του προσφέρουν οι άλλοι και πάνω απ’ όλα ήξερε ότι η συγγνώμη ήταν ένδειξη αδυναμίας. Βέβαια είχε μια αβεβαιότητα για το τί έπρεπε ο ίδιος να προσφέρει στους άλλους αλλά αυτό θα το σκεφτόταν άλλη ώρα.

Ντριιιιιννννν! Το κουδούνι χτύπησε ξανά και ο Φώτης πετάχτηκε σαν ελατήριο. Άνοιξε την πόρτα σχεδόν ελπίζοντας ότι θα έβλεπε τον Σανίδα. Και όντως ο αλητάκος είχε επιστρέψει, πιο βρώμικος από ποτέ.

«Έλα θείο να καθίσουμε παρέα, να με ξαναταϊσεις και να μου πεις αυτά που σκέφτεσαι», είπε ο Σανίδας με ένα στραβό χαμόγελο που αποκάλυψε έναν σπασμένο κυνόδοντα.

«Ρε συ, δεν είμαι ούτε μπάρμπας σου ούτε θείος σου και βρόμας σαν το θάνατο. Πρώτα θα κάνεις μπάνιο και μετά θα φας», είπε ο Φώτης και έβαλε τα γέλια με την ξινισμένη φάτσα του σκύλου, που όμως ήξερε ότι δεν είχε περιθώριο άρνησης.

«Ότι πει η χάρη σου!», συμφώνησε απρόθυμα ο Σανίδας και ακολούθησε το Φώτη στο μπάνιο. Μπήκε μαύρος βγήκε λαμπίκος μια ώρα αργότερα, μοσχομυρίζοντας πράσινο σαπούνι και καθαριότητα. Κατάπιε σα γλάρος μια ξεροψημένη μπριζόλα που είχε περισσέψει από το «φανταστικό»πάρτι της προηγούμενης νύχτας και κοίταξε τον Φώτη στα μάτια, έτοιμος για εξομολογήσεις.

«Για πες τώρα, τι συμβαίνει;» ρώτησε γεμάτος κατανόηση τον άνθρωπο απέναντι του.

«Δεν είμαι καλά Σανίδα, όταν ακούς έναν σκύλο να σου μιλάει ανθρώπινα δεν είσαι καθόλου καλά. Καταλαβαίνεις ότι αυτό είναι παράλογο;»

«Φίλε μου Φώτη δεν ξέρω αν το βλέπεις πιο λογικό να μένεις μόνος σου την ημέρα της γιορτής σου, να μην πατάς στους γονείς σου που μένουν δυο τετράγωνα μακριά, να έχεις απομακρύνει όλους τους φίλους σου και να ετοιμάζεις φανταστικά δείπνα για ανθρώπους που δεν προσκάλεσες ποτέ να έρθουν. Το λογικό και το παράλογο, με τους κανόνες της σκυλοσοφίας χωρίζονται από πολύ λεπτές διαχωριστικές γραμμές. » Ο Σανίδας είπε αυτά τα λόγια και ζήτησε να βγει έξω για να αλητέψει λίγο ακόμα, αφήνοντας το Φώτη μόνο με τις σκέψεις του.

Λίγο αργότερα, βγήκε και αυτός έξω κι έτρεξε στο σπίτι των γονιών του, στα ήσυχα και καλόδεχτα νερά της οικογένειας που είχε απαρνηθεί. Φώτα άναψαν, τείχη έπεσαν, δάκρυα έτρεξαν και οι αγκαλιές έγιναν βάλσαμο για τις βασανισμένες ψυχές. Ο Φώτης γύρισε την άλλη μέρα το πρωί στο σπίτι του και βρήκε τον Σανίδα να τον περιμένει στην εξώπορτα. «Καλημέρα Σανίδα. Έλα μέσα φίλε μου να σου πω τα νέα», είπε ο Φώτης αναγεννημένος και με ένα χαμόγελο ως τα αυτιά.

«Γαβ!» είπε ο Σανίδας και ακολούθησε το Φώτη. Και πάλι «γαβ» και μετά και «γούβ», αλλά κουβέντα καμία.

«Γιατί δε μου μιλάς σήμερα;», ρώτησε ο Φώτης λυπημένος.

«Γαβ!» ξαναγάβγισε ο Σανίδας και κοίταξε το φίλο του βαθιά ως την ψυχή του. Κι ήταν σα να του έλεγε «είσαι καλά πια, δε χρειάζεσαι έναν σκύλο να σου μιλάει ανθρώπινα.» Τα μάτια του Φώτη γέμισαν δάκρυα χαράς, κατανοώντας με την καρδιά, αυτά που ο Σανίδας δεν του έλεγε με λόγια. Κάθισε κάτω στο παγωμένο τσιμέντο και αγκάλιασε το αδύνατο σώμα του φίλου του.

«Μείνε φίλε μου, μείνε για πάντα», του είπε. Κι εκείνος έμεινε. Μέχρι που έπαψε να ανασαίνει.

Το κείμενο υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα.
Απαγορεύεται η δημοσίευση μέρους ή του συνόλου της ιστορίας χωρίς αναφορά στην πηγή.

Βρείτε μας στο facebook

Πρόσφατα Άρθρα

Δείτε ακόμα

Copyright © 2017- 2024 PawFinder.gr | All rights reserved | Όροι Χρήσης
error: Το περιεχόμενο προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα