Ένας σκύλος μετράει τ’ άστρα

Ένας σκύλος μετράει τ’ άστρα

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ψαράς που του άρεσε να χαζεύει τα αστέρια στο νυχτερινό ουρανό. Κάθε βράδυ άφηνε το φτωχοκάλυβό του και τραβούσε το δρόμο για την ακρογιαλιά. Εκεί ξαπλωμένος πάνω στην υγρή άμμο, ανταγωνιζόταν τον εαυτό του κι έβαζε στόχο κάθε βράδυ να μετρήσει περισσότερα άστρα. Δίπλα του, αχώριστη παρέα, αδερφός και καρδιακός φίλος, ο σκύλος του ο Λούης. Μαζί του μετρούσε τα αστέρια ο Λούης και μαζί του έγερνε αποκαμωμένος από το ξενύχτι, για να ετοιμαστεί για την καινούρια ημέρα που θα ξημέρωνε. Άλλη φορά έμπαινε στη βαρκούλα του ο ψαράς, έκανε χώρο και για τον τετράποδο φιλαράκο του κι ανοιγόταν στη θάλασσα, εκεί που ούτε οι γρύλοι και τα τριζόνια δεν διέκοπταν την κουβέντα, με τους μακρινούς και άπιαστους φίλους του.

Ο ψαράς είχε βρει το Λούη, κουταβάκι ακόμα, τυλιγμένο σε ένα σεντόνι κι αφημένο στα βράχια της ακροθαλασσιάς, σε έναν από τους νυχτερινούς του περιπάτους, τους γεμάτους μαγεία και αστερόσκονη. Κι ο Λούης, σαν μαγικό αντικλείδι, του άνοιξε πόρτες της καρδιάς που ο ψαράς κρατούσε σφαλισμένες για χρόνια, από τότε που η μοίρα τον είχε φέρει, ικέτη και κυνηγημένο από άλλους ανθρώπους, σ’ αυτή τη γωνιά της γης. Ο Λούης τον ξαναέμαθε να γελά, να βλέπει τη φωτεινή πλευρά της ζωής, να φροντίζει και να νοιάζεται για τους άλλους και πάνω από όλα να έχει την καρδιά του ανοιχτή για την αγάπη. Γιατί ένας άνθρωπος κυνηγημένος από το φόβο, κλείνεται στον εαυτό του και ζητά καταφύγιο στη μοναχική ζωή, ξεχνώντας ότι εκεί έξω υπάρχει τόσο φως, που όσο και να παλέψει το σκοτάδι, δε μπορεί να το σβήσει.

Όσο περνούσε ο καιρός και ο Λούης μεγάλωνε, ο ψαράς έβλεπε πόσο έμοιαζαν οι χαρακτήρες τους κι άρχισε να πιστεύει ότι δεν ήταν καθόλου τυχαίο που οι ζωές τους έσμιξαν. Και όντως ο Λούης είχε γίνει ένας πανέμορφο πλάσμα με χρυσοκάστανα φωτεινά μάτια, όπως ήταν του ψαρά όταν τον έβλεπε ο ήλιος. Λυγερόκορμος και κομψός, ίδιος πρίγκιπας , ήταν σα να έβλεπες το ίδιο ον σε δίποδη και τετράποδη μορφή. Παντού αχώριστοι οι δυό φίλοι, μέρα νύχτα, στον ύπνο και στον ξύπνιο.

Κι όλοι θαύμαζαν την αλλαγή στο χαρακτήρα του μοναχικού άντρα. Από αμίλητος, μονόχνωτος και απρόσιτος είχε μεταμορφωθεί σε ένα γελαστό και ευαίσθητο άνθρωπο που αγωνιζόταν να επιβιώσει ο ίδιος και να βοηθήσει και τους άλλους να επιβιώσουν. Και τώρα πια τολμούσαν να τον ρωτήσουν: «Μα τι κάνεις τα βράδια που φεύγεις από το καλύβι σου και τραβάς στην ακροθαλασσιά με το σκύλο; Γιατί ξημερώνεσαι τυλιγμένος στο σκοτάδι; Μήπως σου μιλούν τα αστέρια και σου φανερώνουν τα μυστικά τους;»Κι ο ψαράς δεν απαντούσε μόνο χαμογελούσε κι έφευγε, με τον πιστό του φίλο να τον ακολουθεί κατά πόδας.

Ο καιρός περνούσε και τα αστέρια, αμετακίνητα στο σκοτεινό τους καμβά, τραγουδούσαν κάθε βράδυ στα αγόρια που ξενυχτούσαν για χάρη τους. Ο έρωτας του ψαρά για το τρεμουλιαστό και μυστηριακό τους φως παράσερνε και το Λούη που η καρδιά του λειτουργούσε σαν καθρέφτης των συναισθημάτων του φίλου του. Έτσι, ένα βράδυ καλοκαιριού, που οι μυρωδιές από τα γιασεμιά ακουμπούσαν και χάιδευαν το κύμα, κι οι δυο μαζί αποφάσισαν να γνωρίσουν από κοντά τις χρυσαφιές κουκκίδες που έστελναν σήματα μορς από εκεί ψηλά, κάθε βράδυ.

Τράβηξαν στο βουνό, στην αντίθετη κατεύθυνση από τη θάλασσα και με κόπο αλλά και προσμονή, άρχισαν την κουραστική ανάβαση για να φτάσουν στο φως των αστεριών. Τα αγρίμια που τους συναντούσαν παραμέριζαν με σεβασμό: «Ο ψαράς κι ο φίλος του, το έβαλαν για τα αστέρια!», μουρμούριζαν με τα μάτια ορθάνοιχτα από θαυμασμό για το θάρρος και την αποκοτιά τους. Κι αυτοί προχωρούσαν ακάθεκτοι, μπροστά ο Λούης, λάμποντας από αγάπη για το φίλο του και πίσω ο άντρας, με μάτια πυρετικά από την λαχτάρα για την πολυπόθητη συνάντηση.

Πολλές ημέρες αργότερα, ο Λούης διαπίστωσε ότι όσο ψηλά κι αν ανέβαιναν , τα αστέρια πήγαιναν ακόμα πιο μακριά. Με πίκρα αλλά και απογοήτευση διαπίστωσε ότι ποτέ δεν θα έφταναν στον προορισμό τους. Ακόμα κι έτσι όμως , θα έμενε ως το τέλος στο πλευρό του ανθρώπου που ήταν ίδια πολύτιμος με τη ζωή του. Ήταν φανερό ότι ο αγαπημένος του φίλος δε θα αγκάλιαζε ποτέ το νεραιδίσιο φως των αστεριών. Αλλά ήταν πλέον αργά, ο ψαράς δεν άκουγε τίποτα. Η εμμονή είχε ξεπεράσει τη λογική του και το τραγούδι του σύμπαντος ήταν το μόνο που αφουγκραζόταν πια. Κάθε μέρα που περνούσε, ο άντρας γινόταν σκιά του εαυτού του, αλλά όσο εξαϋλωνόταν τόσο πιο πολύ φώτιζε το μέσα του, σαν άγιος που δεν είχε ανάγκη τις σάρκες του για να κατακτήσει το φως. Μόνο το Λούη αναγνώριζε αλλά κι αυτόν, τον έβλεπε σαν ένα συμπαντικό πλάσμα τυλιγμένο στην αστερόσκονη και την αχλή του παραμυθιού. Μέχρι που έφτασαν στο τέλος…

Η καλοκαιρινή νύχτα, διάφανη σαν κρύσταλλο και παιχνιδιάρα σαν τούλινο καπέλο, καλωσόρισε τους δύο φίλους στην μυτερή κορυφή του βουνού. Ο ψαράς, σαν ταπεινός προσκυνητής, γονάτισε έκθαμβος από την πολυπλοκότητα του ουράνιου θόλου και ύψωσε τα χέρια του ψηλά σαν επίκληση στην ανερμήνευτη ομορφιά που του στοίχειωνε την ύπαρξη. Ο Λούης, δίπλα από τη σκιά του αγαπημένου του αφεντικού, με τα μάτια σφαλιστά, επικοινωνούσε με όσες συμπαντικές δυνάμεις είχαν την προθυμία να τον ακούσουν και παρακαλούσε να πάρουν το αφεντικό του κι εκείνον ψηλά, για να μη χωρίσουν ποτέ, ακόμα κι αν για τον ίδιο, το ταξίδι αυτό είχε από νωρίς φανερώσει την ματαιότητά του. Αλλά δε θα άφηνε τον φίλο του να απογοητευτεί. Αν αυτό που θα αντίκριζε εκεί ψηλά δεν ήταν αυτό που προσδοκούσε, θα ήταν εκεί να του αγγίζει το χέρι και να τον παρηγορεί για την αυταπάτη του.

Όσο ξημέρωνε τόσο αραίωναν οι μορφές τους και γίνονταν διάφανα τα σώματά τους και σκορπίζονταν σαν θρυμματισμένο όνειρο τα χαράματα. Όταν η πρώτη ηλιαχτίδα έγλειψε την βουνοκορφή, οι δυο φίλοι είχαν εξαφανιστεί.

Χρόνια μετά, ίσως κι αιώνες, ένα αστέρι προσγειώθηκε με πάταγο σε μια μικρή χώρα γεμάτη ακρογιαλιές και ψηλά βουνά. Από τον κρατήρα που άνοιξε η πτώση του, δραπέτευσε ένας εκτυφλωτικός πίδακας φωτός που μόλις απομακρύνθηκε από τα χαλάσματα, άρχισε να παίρνει μορφή. Τέσσερα πόδια, λυγερό κορμί, χρυσά μάτια…Ο Λούης τεντώθηκε σα να είχε ξυπνήσει μόλις από όνειρο κι άρχισε να ψάχνει τον τυχερό που θα του μετάγγιζε τα μαλάματα της ψυχής του.

Γιατί η αγάπη είναι πολύτιμη για να εξαφανιστεί κι ο Λούης, ένα άφθαρτο δοχείο γεμάτο από την καθαρή και αμόλυντη ουσία της ζωής, είναι ταγμένος να μοιράζεται τη χαρά της συμβίωσης με όσους το έχουν ανάγκη.

Η αγγελία μου δε βρίσκεται πια εδώ.

Εδώ θα βρείτε μόνο το happy end μου, το χαμόγελό μου, το ευχαριστώ μου και την ευχή να γνωρίσουν όλα τα ζωάκια που ψάχνουν οικογένεια μια τύχη σαν τη δικιά μου. Γιατί εγώ… ΥΙΟΘΕΤΗΘΗΚΑ!!!!

– – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – –

Το κείμενο υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα. Απαγορεύεται η δημοσίευση μέρους ή του συνόλου της ιστορίας χωρίς αναφορά στην πηγή.

 

Βρείτε μας στο facebook

Πρόσφατα Άρθρα

Δείτε ακόμα

Copyright © 2017- 2024 PawFinder.gr | All rights reserved | Όροι Χρήσης
error: Το περιεχόμενο προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα