Μια φορά και… ένας κεφτές!

Μια φορά και… ένας κεφτές!

Αναβόσβηναν τα πολύχρωμα φωτάκια τόσο γρήγορα, που τα μάτια του ζαλίζονταν κι έκαναν πουλάκια και πεταλούδες. Πεταλούδες έκανε και το στομάχι του, καθώς οι μυρωδιές από τις ταβέρνες και τα εστιατόρια του τρυπούσαν τη μύτη. Ευτυχώς που η πρωινή βροχή είχε αφήσει νερό σε λίγα βαθουλώματα στο δρόμο και στα πεζοδρόμια και δεν υπέφερε και από δίψα. Για την πείνα όμως δε μπορούσε να κάνει τίποτα, δυστυχώς βρέχει νερό κι όχι κεφτέδες. Κεφτέδες….πώς του ήρθε αυτή η σκέψη;

Η νοσταλγία του τρύπησε την καρδιά όσο η πείνα του τρυπούσε το στομάχι. Κάποτε είχε σπίτι και οικογένεια. Τον αγαπούσαν οι άνθρωποι του και τον καλοτάιζαν. Όταν τηγάνιζαν κεφτέδες πάντα του έδιναν κάμποσους και του έλεγαν «Ελα Κεφτέ να φας ένα κεφτεδάκι». Κεφτέ τον έλεγαν χαιδευτικά μέχρι που του έμεινε, γιατί ήταν στρουμπουλός και καφετής σαν ξεροτηγανισμένο κεφτεδάκι. Και τον αγαπούσαν, τον αγαπούσαν πολύ οι δικοί του και δεν του στερούσαν τίποτα μέχρι την ώρα που η κακοτυχία τον απογύμνωσε από ότι καλό συνέβαινε στη ζωή του.

Ένα βράδυ μπήκαν κακοποιοί στο σπίτι τους κι αφού ακινητοποίησαν τα αφεντικά του και αφαίρεσαν ότι τους γυάλιζε στο μάτι, τον ίδιον τον φόρτωσαν σε ένα αυτοκίνητο μαζί με τη λεία τους και τον ξερίζωσαν από το σπιτικό του, για να ολοκληρώσουν το κακό. Ήταν μικρούλης τότε, ούτε ενός έτους και είχε προλάβει να ζήσει με την οικογένεια του μόνο τέσσερις μήνες, τόσο είχε περάσει από τότε που τον είχαν μαζέψει από το δρόμο. Κι πάλι εκεί θα κατέληγε. Κάμποσα χιλιόμετρα μετά, η πόρτα του αυτοκινήτου άνοιξε και ο Κεφτές βρέθηκε μόνος στο σκοτάδι, σε άγνωστο μέρος, να μην ξέρει που πατάει και που βρίσκεται. Πέρασε πολύ δυσκολα στην αρχή αλλά ο χρόνος και η τύχη τον βοήθησε να επιζήσει από δύσκολες καταστάσεις και τώρα, τρία χρόνια μετά, μπορεί να ήταν βρώμικος, γεμάτος τζίβες και μονίμως πεινασμένος αλλά τουλάχιστον ήταν ζωντανός και αισθανόταν υγιής.

Ο Κεφτές , από την μία ευλογούσε την τύχη του που ζούσε κι από την άλλη, πικραινόταν που είχε χάσει την οικογένεια του για πάντα. Αποκαμωμένος κούρνιασε κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο της πλατείας και εκεί, χωμένος στη φιλόξενη φάτνη, αγκαλιάζοντας το Θείο Βρέφος, τον πήρε ο ύπνος παρά την πείνα του. Ήταν ζεστά εκεί μέσα, μάλλον γι’ αυτόν είχαν φτιάξει το κρεβάτι, γιατί ήξεραν ότι ήταν κουρασμένος και θλιμμένος. Σκεπασμένος με άχυρα και χαμένος στις σκοτούρες του ούτε που κατάλαβε πότε σκοτείνιασε και πότε άρχισε να ροχαλίζει, παραδομένος στον πρώτο ήρεμο ύπνο εδώ και μήνες.

Αναβόσβηναν τα πολύχρωμα φωτάκια πιο γρήγορα κι από τα όνειρα του που πήγαιναν κι έρχονταν, σα συννεφάκια στον ουρανό. Τί σου είναι τα όνειρα! Να τώρα άκουγε να φωνάζει κάποιος το όνομά του «Κεφτέ εσύ είσαι;». Και μετά άκουσε κι άλλη φωνή «Έλα βρε Νίκο, μετά από τρία χρόνια; Ψάξαμε παντού, βάλαμε αφίσες, πουθενά δεν τον είδαν.» «Μαρία έχει το ίδιο χρώμα, μόνο είναι πιο βρώμικος. Κάτσε να κάνω το συνηθισμένο τεστ». «Αμάν ρε Νίκο ρεζίλι έχουμε γίνει με τους κεφτέδες που κουβαλάς!». «Δουλειά τους οι άλλοι! Αν ενοχλούνται να μην κοιτούν!».
«Χαχαχαχαχα πλάκα έχουν τα όνειρα, να μην ξυπνησω καλύτερα!», σκεφτόταν ο Κεφτές και δεν άνοιγε τα μάτια του, μέχρι που τα ρουθούνια του τρελάθηκαν από τη χαρακτηριστική κεφτεδομυρωδιά που θυμόταν καλύτερα κι από το όνομα του.

Δυο αναπνοές μετά, ο Κεφτές έκλαιγε σα μωρό, μαζί με τα παλιά του αφεντικά που έκλαιγαν και εκείνοι σα μωρά, κουβαριασμένοι όλοι μαζ , μέσα στη φάτνη, κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο της πλατείας. Κι όταν ηρέμησαν οι ψυχές, τον σήκωσαν στοργικά και βγήκαν όλοι μαζί από το ταπεινό καταφύγιο του Χριστού, που έλαμπε ντυμένο στα χρώματα της αγάπης. Ο κόσμος κοιτούσε το παράξενο σμίξιμο κι άλλοι δάκρυζαν από συγκίνηση, κάποιοι ενοχλούνταν από την εκδηλωτικότητα κι άλλοι προσπερνούσαν αδιάφοροι και κρύοι.

Ο Νίκος σήκωσε τον Κεφτέ στην αγκαλιά του και παραβλέποντας τα είκοσι κιλά του, τον κουβάλησε σα μωρό στο αυτοκίνητο που θα τους μετέφερε στη διπλανή πόλη, στο σπίτι τους. Η Μαρία, σαστισμένη, σκούπιζε τα δάκρυα της χαράς για το αναπάντεχο Χριστουγεννιάτικο δώρο και προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει το θαύμα.

Ο Κεφτές έριξε μια ματιά στη φάτνη, πάνω από τον ώμο του μπαμπά του που βιαζόταν να τον απομακρύνει από τον ξένο κόσμο. Το Θείο Βρέφος γελούσε και τα ολοστρόγγυλα του μάτια, ήταν ότι πιο αθώο έχει υπάρξει πάνω στη γη.

 

– – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – –

Το κείμενο υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα. Απαγορεύεται η δημοσίευση μέρους ή του συνόλου της ιστορίας χωρίς αναφορά στην πηγή.

 

Βρείτε μας στο facebook

Πρόσφατα Άρθρα

Δείτε ακόμα

Copyright © 2017- 2024 PawFinder.gr | All rights reserved | Όροι Χρήσης
error: Το περιεχόμενο προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα